Τα νοσήματα του θυρεοειδούς, και ιδιαίτερα η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια Graves’, σχετίζονται με απουσία από την εργασία και αυξημένο κίνδυνο αναπηρίας.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μελέτη από τη Δανία, σχετικά με τις επιπτώσεις των νοσημάτων του θυρεοειδούς στην εργασία. Σε προηγούμενες μελέτες είχαν αναφερθεί υψηλά ποσοστά ανικανότητας προς εργασία σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό και θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια Graves’, ειδικά κατά την περίοδο αμέσως μετά την έναρξη της θεραπείας, αλλά οι μελέτες αυτές ήταν μικρές.
Στη μελέτη αυτήν χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το 1994 έως το 2011 σε ασθενείς 10 έως 59 ετών, οι οποίοι είχαν κάποιο νόσημα του θυρεοειδούς (μη τοξική βρογχοκήλη, υπερθυρεοειδισμό, θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια του Graves, αυτοάνοσο υποθυρεοειδισμό ή άλλης αιτιολογίας υποθυρεοειδισμό (π.χ. θυρεοειδίτιδα, συγγενή υποθυρεοειδισμό).
Το Δανικό Μητρώο Αξιολόγησης της Περιθωριοποίησης (αν η μετάφραση είναι δόκιμη) Danish Register for Evaluation of Marginalization (DREAM), το οποίο περιλαμβάνει όλα τα άτομα που έχουν λάβει κοινωνικές παροχές από το 1991, χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων. Στη Δανία, όλοι οι ασθενείς που απουσιάζουν από την εργασία για τουλάχιστον 3 εβδομάδες λόγω ασθένειας λαμβάνουν αποζημίωση. Τα άτομα που έλαβαν παροχές ασθένειας ορίστηκαν ως απόντες λόγω ασθενείας. Η ανεργία ορίστηκε από τα άτομα που έλαβαν κοινωνικές παροχές, ενώ δεν εργάζονταν. Αυτοί που έλαβαν αναπηρική σύνταξη ή μισθολογικό βοήθημα λόγω μόνιμα μειωμένης ικανότητας προς εργασία ταξινομήθηκαν ως άτομα με αναπηρία. Τα άτομα που δεν έλαβαν τις παροχές αυτές έχουν χαρακτηριστεί ως εργαζόμενοι.
Ένα σύνολο από 862 περιπτώσεις ασθενών και 7.043 μάρτυρες (υγιείς δηλαδή) συμπεριλήφθηκαν στις αναλύσεις. Μέσα στο πρώτο έτος μετά τη διάγνωση, οι ασθενείς με νόσο του θυρεοειδούς ήταν αρκετά πιο πιθανό να απουσιάσουν λόγω ασθένειας από τους μάρτυρες.
Οι ασθενείς με θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια του Graves’ (λόγος κινδύνου [HR], 6,94) και με υπερθυρεοειδισμό (HR, 1,96) ήταν σε σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο για απουσία λόγω ασθένειας από ό,τι ήταν μάρτυρες.
Οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό (HR, 0,62) και υποθυρεοειδισμό (HR, 0.56) ήταν επίσης λιγότερο πιθανό να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά από απουσία ασθένειας. Δεν υπήρχε διαφορά στον κίνδυνο για τη μετάβαση προς ή από την ανεργία μεταξύ των ασθενών και των μαρτύρων κατά το πρώτο έτος μετά τη διάγνωση. Μέσα στον πρώτο χρόνο, οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό είχαν περισσότερες πιθανότητες να πάρουν αναπηρική σύνταξη (HR, 4.15) έναντι των μαρτύρων.
Μετά το πρώτο έτος, οι ασθενείς με θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια συνέχισαν να είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο για απουσία λόγω ασθένειας, και συνέχισαν να είναι λιγότερο πιθανό να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά από απουσία λόγω ασθένειας.
Μετά το πρώτο έτος, υπήρχε υψηλότερος κίνδυνος ανεργίας σε ασθενείς με μη τοξική οζώδη βρογχοκήλη από ό,τι στην ομάδα ελέγχου.
Οι ασθενείς με θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια ήταν επίσης λιγότερο πιθανό να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά από κάποια περίοδο ανεργίας.
Ο κίνδυνος για αναπηρική σύνταξη παρέμεινε υψηλότερος σε ασθενείς με θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, μετά τον πρώτο χρόνο από ό,τι στην ομάδα ελέγχου (HR, 4,40).
Συμπερασματικά, ο κίνδυνος για σχετιζόμενη με ασθένεια απουσία από την εργασία είναι σημαντικά μεγαλύτερος σε ασθενείς με νόσο του θυρεοειδούς σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες, ιδιαίτερα κατά το πρώτο έτος μετά τη διάγνωση. Μεταξύ των ασθενών με νόσο του θυρεοειδούς, τα άτομα με θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια Graves’ είναι σε υψηλότερο κίνδυνο για απουσία από την εργασία και αναπηρία.
Η μελέτη αυτή αναδεικνύει ένα υψηλό ποσοστό απουσίας από την εργασία και αναπηρίας σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό. Ο υποθυρεοειδισμός δεν φάνηκε να έχει σημαντική επίδραση στον κίνδυνο για αναπηρία και απουσία από την εργασία. Μερικά από τα πλεονεκτήματα αυτής της μελέτης περιλαμβάνουν το μεγάλο μέγεθος του δείγματος (πάνω από 50.000 ανθρωπο-έτη παρακολούθησης) και την πληρότητα των διαθέσιμων δεδομένων του μητρώου. Ωστόσο, η μελέτη δεν έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα της θυρεοειδοπάθειας ή την πορεία της νόσου στην πάροδο του χρόνου. Επίσης, ασθενείς με καρκίνο του θυρεοειδούς, ο οποίος μπορεί να σχετίζεται με σημαντική αναπηρία, δεν συμπεριλήφθηκαν. Οι ασθενείς ηλικίας άνω των 59 ετών αποκλείστηκαν επειδή, στη Δανία, πολλοί εργαζόμενοι συνταξιοδοτουνται στην ηλικία των 60 ετών. Τέλος, τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορεί να γενικευθούν σε περιοχές εκτός της Δανίας, δεδομένου ότι οι κανόνες σχετικά με την απουσία από την εργασία και την αναπηρία ποικίλουν μεταξύ των διαφόρων χωρών.
Καθώς, όμως, φροντίζουμε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό και θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια του Graves’, είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε και τις πιθανές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της ασθένειας.
Πηγή: Clinical Thyroidology