Οι νέες συστάσεις (2013) της NOGG του Ηνωμένου Βασιλείου για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες καθώς και σε άνδρες άνω των 50 ετών που δημοσιεύθηκαν στο Maturitas.
Θεραπεία της οστεοπόρωσης
Τα φάρμακα που έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τον κίνδυνο σπονδυλικών καταγμάτων (και κατάγματος ισχίου σε ορισμένες περιπτώσεις) περιλαμβάνουν τα διφωσφονικά, το denosumab, την τεριπαρατίδη, τους εκλεκτικούς τροποποιητές των οιστρογονικών υποδοχέων SERMs (ραλοξιφαίνη, βαζεδοξιφαίνη) και το ρανελικό στρόντιο.
Η γενόσημη αλενδρονάτη είναι συνήθως η θεραπεία πρώτης γραμμής λόγω της ευρέος φάσματος αντικαταγματικής αποτελεσματικότητάς της και του εξαιρετικά χαμηλού κόστους.
Η ιβανδρονάτη, η ρισεδρονάτη, το ζολεδρονικό οξύ, το denosumab, η ραλοξιφαίνη ή το ρανελικό στρόντιο μπορεί να είναι κατάλληλες θεραπείες όταν η αλενδρονάτη αντενδείκνυται ή δεν είναι καλώς ανεκτή.
Λόγω του υψηλού κόστους, η τεριπαρατίδη θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για τους ασθενείς που διατρέχουν πολύ υψηλό κίνδυνο για κατάγματα, ιδιαίτερα της σπονδυλικής στήλης.
Εγκεκριμένες θεραπείες για τους άνδρες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος είναι η αλενδρονάτη, η ρισεδρονάτη, το ζολεδρονικό οξύ και η τεριπαρατίδη (σ.σ. αλλά και το ρανελικό στρόντιο με την επισήμανση της σοβαρής οστεοπόρωσης).
Ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο για κάταγμα θα πρέπει να ξεκινήσουν αλενδρονάτη ή άλλα οστεοπροστατευτικά σκευάσματα κατά την έναρξη της θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή.
Για τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, εγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή για την πρόληψη και θεραπεία της προκαλούμενης από γλυκοκορτικοειδή οστεοπόρωσης είναι η αλενδρονάτη, η ετιδρονάτη και η ρισεδρονάτη. Εγκεκριμένες θεραπευτικές επιλογές και στα δύο φύλα είναι η τεριπαρατίδη και το ζολεδρονικό οξύ.
Ασβέστιο και βιταμίνη D.
Τα συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D συνιστώνται ευρέως σε ηλικιωμένα άτομα που είναι κλεισμένα στο σπίτι ή ζουν σε οίκους ευγηρίας, όπου η ανεπάρκεια βιταμίνης D και η χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου είναι συχνές καταστάσεις. Τέτοια συμπληρώματα χορηγήθηκαν σε όλες τις κλινικές μελέτες που διεξήχθησαν για την έγκριση των προαναφερθέντων φαρμακευτικών παραγόντων για την πρόληψη καταγμάτων.
Έχει προταθεί ότι τα συμπληρώματα ασβεστίου μπορεί ενδεχομένως να σχετίζονται με ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάματα, αλλά οι μελέτες αυτές έχουν επικριθεί ευρέως και η υποτιθέμενη σύνδεση απαιτεί περαιτέρω διευκρινίσεις. Η υποτιθέμενη αυτή αύξηση του κινδύνου καρδιαγγειακών συμβαμάτων δεν παρατηρήθηκε με την υψηλή διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου. Επομένως, μπορεί να είναι φρόνιμο να αυξηθεί η διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου και να χορηγούνται μόνο συμπληρώματα βιταμίνης D, όπου θεωρείται απαραίτητο.
Διάρκεια της φαρμακευτικής αγωγής για την οστεοπόρωση
Στους περισσότερους ασθενείς που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος, η θεραπεία για την οστεοπόρωση πρέπει να συνεχίζεται επί μακρόν. Τα ευεργετικά αποτελέσματα της θεραπείας με φάρμακα πλην των διφωσφονικών αμβλύνονται σύντομα μετά τη διακοπή της αγωγής, αλλά μπορεί να διατηρηθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μετά από θεραπεία με διφωσφονικά.
Αυτό, σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της μακροχρόνιας θεραπείας με διφωσφονικά, κυρίως την οστεονέκρωση της γνάθου και τα άτυπα κατάγματα του μηριαίου, έχει εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη βέλτιστη διάρκεια της θεραπείας με διφωσφονικά και αν, σε ορισμένα άτομα, η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται για ένα χρονικό διάστημα (το επονομαζόμενο «drug holiday»).
Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, συνιστάται η αναθεώρηση της θεραπείας να πραγματοποιείται μετά από 5 χρόνια για την αλενδρονάτη, τη ρισεδρονάτη ή την ιβανδρονάτη και μετά από 3 χρόνια για το ζολεδρονικό οξύ.
Η συνέχιση των διφωσφονικών, χωρίς την ανάγκη περαιτέρω αξιολόγησης, συνιστάται για:
- ασθενείς υψηλού κινδύνου, όπως άτομα ηλικίας 75 ετών και άνω, άτομα που έχουν υποστεί κάταγμα ισχίου ή σπονδυλικής στήλης, άτομα που λαμβάνουν συνεχώς γλυκοκορτικοειδή από του στόματος σε δόση ≥ 7.5mg/ημέρα πρεδνιζολόνης ή ισοδύναμο.
- άτομα που υφίστανται ένα ή περισσότερα κατάγματα χαμηλής βίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αφού αποκλειστούν η κακή συμμόρφωση στη θεραπεία (για παράδειγμα να έχει ληφθεί λιγότερο από το 80% της θεραπείας) και άλλες αιτίες δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις η θεραπευτική επιλογή πρέπει να επαναξιολογηθεί.
αν το T-score της οστικής πυκνότητας του ισχίου ή του αυχένα μηριαίου είναι ≤ -2.5 SD, θα πρέπει γενικά να συνιστάται η συνέχιση της φαρμακευτικής αγωγής.
Όταν συνεχίζονται τα διφωσφονικά, η επαναξιολόγηση της θεραπείας, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της νεφρικής λειτουργίας, είναι απαραίτητη τουλάχιστον κάθε 5 χρόνια.
Αν διακοπούν τα διφωσφονικά, ο κίνδυνος κατάγματος θα πρέπει να αξιολογηθεί εκ νέου μετά από κάποιο νέο κάταγμα ή μετά από 2 χρόνια εάν δε συμβεί νέο κάταγμα.
Ειδικά, μετά από 3 χρόνια θεραπείας με ζολεδρονικό οξύ, τα οφέλη στην οστική πυκνότητα επιμένουν για τουλάχιστον άλλα 3 έτη μετά τη διακοπή.
Οι περισσότεροι ασθενείς θα πρέπει να διακόπτουν τη θεραπεία με ζολεδρονικό οξύ μετά από 3 χρόνια, και ο γιατρός τους θα πρέπει να επανεξετάζει την ανάγκη για τη συνέχιση της θεραπείας 3 χρόνια αργότερα.
Εκτίμηση του καταγματικού κινδύνου σε άτομα που λαμβάνουν ή έχουν λάβει θεραπεία
Η επαναξιολόγηση του κινδύνου κατάγματος σε άτομα που λαμβάνουν ή έχουν λάβει θεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί με το εργαλείο FRAX® χρησιμοποιώντας την οστική πυκνότητα του αυχένα του μηριαίου οστού. Τα προτεινόμενα όρια παρέμβασης μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για να καθοδηγήσει την απόφαση ως προς το κατά πόσον η θεραπεία μπορεί να διακοπεί για κάποιο χρονικό διάστημα.
Αν οι βιοχημικοί δείκτες οστικού μεταβολισμού δείχνουν υποτροπή, δηλ. αυξημένη οστική εναλλαγή, ενώ πριν ήταν κατεσταλμένη, με ταυτόχρονη επιδείνωση (δηλ. μείωση) της οστικής πυκνότητας, θα πρέπει να εξεταστεί η επανέναρξη (σ.σ. ή η αλλαγή) της θεραπείας.
“Οι συστάσεις που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες οδηγίες στοχεύουν στην ενίσχυση των θεραπευτικών αποφάσεων και όχι στο να αντικαταστήσουν την ανάγκη για κλινική κρίση στη φροντίδα των ασθενών”, σημειώνουν οι συντελεστές της ομάδας.