Ο λόγος (πηλίκο) της συστολικής πίεσης του αίματος στον αστράγαλο προς την πίεση του βραχίονα, που ονομάζεται επίσης σφυροβραχιόνιος δείκτης (το σφυρό = ο αστράγαλος)(ankle – brachial index, ABI), έχει ιδιαιτερότητες που έχουν εδραιώσει τη μέτρησή του στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και την ιατρική του καρδιαγγειακού συστήματος.
Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης θεωρείται σήμερα ως ένας από τους ευρύτερα διαθέσιμους δείκτες αθηροσκλήρωσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου ενός ατόμου. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους αγγειακούς δείκτες (π.χ., το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα της καρωτίδας ή την ταχύτητα του σφυγμικού κύματος της αορτής), ο σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι επίσης ένα διαγνωστικό εργαλείο για τη διάγνωση της περιφερικής αρτηριακής νόσου (ΠΑΝ) των κάτω άκρων.
Αυτή η διπλή ιδιαιτερότητα πολλαπλασιάζει τις ευκαιρίες και τις συνθήκες για τη χρήση του, αλλά η ερμηνεία του εξαρτάται από την ένδειξη εφαρμογής της μεθόδου, δηλ. είτε πρόκειται για μια εξέταση επιβεβαίωσης της ΠΑΝ μετά από κλινική υποψία είτε εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασυμπτωματικά άτομα ελεύθερα κλινικής καρδιαγγειακής νόσου.
Η συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ) είναι μεγαλύτερη στον αστράγαλο απ’ ό,τι στον βραχίονα.
Η κυματομορφή της αρτηριακής πίεσης ενισχύεται καθώς ταξιδεύει περιφερικά από την καρδιά, με αποτέλεσμα την προοδευτική αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης και τη μείωση της διαστολικής πίεσης. Τόσο η ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων όσο και οι μεταβολές του πάχους των τοιχωμάτων των αγγείων μπορεί να συμβάλλουν στην ενίσχυση της ΣΑΠ στα κάτω άκρα.
Υπάρχουν αναφορές ότι ο σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι μεγαλύτερος σε ψηλότερα άτομα, λόγω της προοδευτικής αύξησης της ΣΑΠ στα κάτω άκρα όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση από την καρδιά. Έχει φανεί επίσης ότι ο ΑΒΙ είναι ελάχιστα μεγαλύτερος στους άνδρες απ’ ό,τι στις γυναίκες, ανεξάρτητα από το σωματικό ύψος.
Προκειμένου να βελτιωθεί η ευρεία χρήση του ABI, η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (ΑΗΑ) εξέδωσε μια επιστημονική δήλωση για την προτυποποίηση της μεθοδολογίας για τη μέτρηση, τον υπολογισμό και την ερμηνεία του ABI. Οι διάφορες πτυχές της μεθοδολογίας εκτίμησης του σφυροβραχιόνιου δείκτη δεν ήταν μόνο η αξιολόγηση της ικανότητάς του για τη διάγνωση ΠΑΝ ή την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά και η επαναληψιμότητα των διαφόρων τρόπων μέτρησης.
Πώς γίνεται η μέτρηση του σφυροβραχιόνιου δείκτη;
H τεχνική προσδιορισμού της πίεσης είναι σύντομη (διαρκεί συνήθως λιγότερο από 15 λεπτά). Βασίζεται στη χρήση μιας συνεχούς κύματος συσκευής Doppler (μεγέθους τσέπης) και τον προσδιορισμό της επανεμφάνισης της ροής του αίματος κατά το αργό ξεφούσκωμα της περιχειρίδας του πιεσόμετρου που έχει τοποθετηθεί πάνω από τον αστράγαλο (βλ. εικόνα). Ο ασθενής πρέπει να έχει ξεκουραστεί τουλάχιστον 5-10 λεπτά, να μην έχει καπνίσει τουλάχιστον 2 ώρες πριν την εξέταση και να είναι ξαπλωμένος.
Η συστολική πίεση της οπίσθιας κνημιαίας αρτηρίας και της ραχιαίας αρτηρίας του ποδός θα πρέπει να μετρώνται σε κάθε πόδι και η υψηλότερη από τις δύο θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως αριθμητής του ΑΒΙ. Ο παρονομαστής καθορίζεται από την υψηλότερη από τις 2 μετρήσεις της συστολικής πίεσης που λαμβάνονται ξεχωριστά για κάθε βραχίονα, με την ίδια μέθοδο.
Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης θα πρέπει να καθορίζεται για κάθε πόδι ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της διάγνωσης και αξιολόγησης της περιφερικής αρτηριακής νόσου.
Αντίθετα, κατά την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου του ατόμου θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο χαμηλότερος σφυροβραχιόνιος δείκτης μεταξύ των δύο σκελών.
Οι “φυσιολογικές τιμές” του ABI κυμαίνονται από 1,10 έως 1,40.
Θεωρείται ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος αυξάνεται όσο ο ΑΒΙ πέφτει κάτω από το 1,10 ή αυξάνεται πάνω από το 1,40.
Στην τελευταία περίπτωση, οι αρτηρίες στους αστραγάλους μπορούν να θεωρηθούν ως “αφύσικα σκληρές”, συνήθως λόγω της παρουσίας ασβεστώσεων. Αυτή η κατάσταση εμποδίζει την ακριβή εκτίμηση της προσβεβλημένης αρτηρίας, ενώ εκτιμάται ότι σε 50% αυτών των περιπτώσεων υπάρχει αποφρακτική νόσος, η οποία χρήζει διερεύνησης με άλλες τεχνικές (π.χ. απεικονιστικές μεθόδους).
Ακόμη, ασθενείς με κλινικά εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο που έχουν χαμηλό ΑΒΙ παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση με ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο και φυσιολογικό ΑΒΙ.
Το όριο για τη διάγνωση της περιφερικής αρτηριακής νόσου (ΠΑΝ) είναι το 0,90. Ωστόσο, τιμές μεταξύ 0,80 και 1,00 απαιτούν επανάληψη της μέτρησης για να βελτιωθεί η ακρίβεια της μεθόδου. Επίσης, ένας “φυσιολογικός” σφυροβραχιόνιος δείκτης δεν αποκλείει με βεβαιότητα την ΠΑΝ και χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος αν υπάρχει ισχυρή κλινική υποψία (ειδικά στην περίπτωση της διαλείπουσας χωλότητας σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου).
Ως ένας από τους φθηνότερους και πλέον διαθέσιμους δείκτες αθηροσκλήρωσης, η μέτρηση του σφυροβραχιόνιου δείκτη είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη μέθοδος για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου στην πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Πηγή: Circulation