
Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία ότι αρκετοί ασθενείς με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό λαμβάνουν μεγάλες δόσεις λεβοθυροξίνης (L-Τ4 ή Τ4), ένα πρόβλημα που παρατηρείται τόσο στο πλαίσιο της εξειδικευμένης, αλλά και της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Τα υψηλά επίπεδα των κυκλοφορούντων θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο της κολπικής μαρμαρυγής και της ευθραυστότητας των οστών, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Για τους ασθενείς που έχουν φυσιολογικά επίπεδα ελεύθερης θυροξίνης (FT4) και των οποίων η θυρεοτρόπος ορμόνη (TSH) είναι πάνω από το ανώτερο φυσιολογικό όριο αλλά κάτω από 10 mU/L, η Αμερικανική Εταιρεία Θυρεοειδούς συνιστά να εξεταστεί η θεραπεία εάν υπάρχουν συμπτώματα που υποδηλώνουν υποθυρεοειδισμό, θετικός τίτλος anti – TPO αντισωμάτων, ενδείξεις αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου, καρδιακής ανεπάρκειας ή συναφών παραγόντων κινδύνου για αυτές τις ασθένειες.
Οι βρετανικές κατευθυντήριες οδηγίες υποδεικνύουν ότι αν έχουν πραγματοποιηθεί εξετάσεις της λειτουργίας του θυρεοειδή για μη ειδικά συμπτώματα σε ένα φυσιολογικό υγιή ενήλικα και η TSH είναι μεταξύ 4 και 10mU/L, αλλά η FT4 είναι φυσιολογική, δε συνιστάται η χορήγηση L-T4 ως θεραπεία ρουτίνας. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει επανάληψη των εξετάσεων σε 3 έως 6 μήνες, αφού αποκλειστούν η μη-θυρεοειδική νόσος και η επίδραση φαρμάκων. Εάν τα αποτελέσματα των επαναληπτικών εξετάσεων είναι παρόμοια με τα πρώτα και αν ο τίτλος των αντισωμάτων είναι φυσιολογικός, το μόνο που απαιτείται είναι επανάληψη της TSH κάθε 3 χρόνια.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως τα τελευταία χρόνια της “κρίσης” και στην Ελλάδα, οι γιατροί της πρωτοβάθμιας περίθαλψης (Γενικοί Ιατροί & Παθολόγοι) φροντίζουν τους περισσότερους ασθενείς που λαμβάνουν L-T4 για υποθυρεοειδισμό. Ένα ηλεκτρονικό μητρώο ασθενών με νόσο του θυρεοειδούς βοηθά τους γιατρούς στην παρακολούθηση όσων ασθενών με υποθυρεοειδισμό λαμβάνουν L-Τ4 και εξασφαλίζει ότι οι γιατροί ελέγχουν τη λειτουργία του θυρεοειδή σε αυτούς τους ασθενείς κάθε 12 μήνες.
Η παρούσα μελέτη αξιολόγησε το εάν και κατά πόσο η εφαρμογή αυτών των πρακτικών στόχων επηρέασε τη συνταγογραφική συμπεριφορά των ιατρών και εάν και κατά πόσον αυτή η πολιτική μπορεί να είχε απρόβλεπτες συνέπειες.
Περίπου 52.000 ασθενείς εντοπίστηκαν στη βάση δεδομένων μεταξύ 2001 – 2009, στους οποίους χορηγήθηκε μια αρχική συνταγή εντός 90 ημερών από την ημερομηνία προσδιορισμού της TSH. Τα επίπεδα της TSH, οι συνταγές λεβοθυροξίνης και τα επόμενα επίπεδα TSH αναλύθηκαν κάθε 6 μήνες έως 5 έτη.
Η διάμεσος TSH για την οποία ένας καινούριος ασθενής έλαβε L-Τ4 μειώθηκε σταθερά κατά τη διάρκεια της μελέτης, από 8,7 mU/L το 2001 σε 7,9 mU/L το 2009. Με λίγα λόγια, η πιθανότητα να λάβει κάποιος θεραπεία με L-T4 για υποκλινικό υποθυρεοειδισμό αυξήθηκε κατά 30% περίπου μέσα σε μια δεκαετία (OR = 1,30 , 95% CI, 1,19 έως 1,42 , P < 0,001). Το 2001, το 42% των ασθενών είχαν TSH πάνω από 10 mU/L έναντι μόνο του 36% το 2009 (P < 0,001). Είναι εντυπωσιακό ότι το 83% από όσους έλαβαν θεραπεία είχαν φυσιολογική ελεύθερη Τ4. Είναι αλήθεια ότι εκείνοι που έλαβαν L-T4, παρά το ότι είχαν φυσιολογική FT4, ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία και είχαν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά η πλειοψηφία δεν είχε ιστορικό υπέρτασης, διαβήτη ή αυξημένα λιπίδια ούτε είχαν συμπτώματα συμβατά με υποθυρεοειδισμό.
Μετά από 6 έως 12 μήνες θεραπείας, το 2,7% των ασθενών είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα TSH (< 0,1 mU/L), ενώ μετά από περίπου 5 χρόνια, αυτό το ποσοστό είχε υπερδιπλασιαστεί (5,8%)! Επιπλέον, το ποσοστό των ασθενών με TSH μεταξύ 0,1 mU/L και 0,5 mU/L αυξήθηκε από 6,3% μετά από 6 έως 12 μήνες σε 10,2% μετά από 5 χρόνια θεραπείας. Οι ασθενείς που ανέφεραν κόπωση ή κατάθλιψη πριν από την πρώτη συνταγή L-Τ4 είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να έχουν καταστολή της TSH στα 5 χρόνια, όπως και οι γυναίκες των οποίων η αρχική TSH ήταν είτε κάτω από 4 mU/L ή πάνω από 10 mU/L. Παρά το γεγονός ότι τα άτομα με παράγοντες κινδύνου καρδιακής νόσου ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν κατεσταλμένα επίπεδα TSH, περισσότερο από το 10% των ασθενών με παράγοντες κινδύνου καρδιακής νόσου είχε τελικά χαμηλή TSH. Ο “κίνδυνος” να δοθεί μια νέα συνταγή για TSH μεταξύ 4 και 10 mU/L ήταν μεγαλύτερος σε άτομα ηλικίας 80 έως 100 ετών.
Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα αυξημένα επίπεδα T4/FΤ4 φαίνεται να υπερβαίνουν τους κινδύνους που έχει μια TSH μεταξύ 4 και 10 mU/L.
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο για υπερθεραπεία δεδομένου ότι το ανώτατο όριο του φυσιολογικού τους για τα επίπεδα της TSH είναι ελαφρώς υψηλότερο από ό,τι σε νεότερους ασθενείς. Μια ανασκόπηση σε 3.900 ευθυρεοειδικούς Αυστραλούς άνδρες άνω των 70 ετών διαπίστωσε ότι εκείνοι των οποίων η ελεύθερη Τ4 (FT4) ήταν φυσιολογική, αλλά στο υψηλότερο τεταρτημόριο, είχαν 20% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν πεθάνει μετά από 6 χρόνια παρακολούθησης. Αντίθετα, δεν υπήρχε καμία συσχέτιση της θνησιμότητας με τα επίπεδα της TSH, όταν αυτά ήταν εντός του φυσιολογικού εύρους.
Τι οδηγεί σε υπερβολική θεραπεία των ασθενών με υποθυρεοειδισμό;
Οι ασθενείς, οι οποίοι ανέφεραν κόπωση και κατάθλιψη κατά την έναρξη της θεραπείας σε αυτή τη μελέτη, είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να έχουν κατεσταλμένη TSH στο τέλος της μελέτης, ίσως επειδή ζήτησαν επιπλέον L-T4 για να τους κάνει να αισθάνονται λιγότερο ληθαργικοί ή λιγότερο καταθλιπτικοί. Σε άλλες περιπτώσεις, η πτώση των επιπέδων της TSH, η αδυναμία του ασθενούς να προβεί σε μια προγραμματισμένη ή επαναληπτική εξέταση αίματος, κάποια αλλαγή στη φαρμακευτική αγωγή, συνοδές παθολογικές καταστάσεις ή αλλαγές στη διατροφή που μπορεί να έχουν ελαττώσει τις ανάγκες ενός ασθενούς σε λεβοθυροξίνη μπορεί να έχουν διαφύγει της προσοχής του ιατρού.
Σπάνια, ένας ασθενής με υποθυρεοειδισμό μπορεί να μεταπέσει σε υπερθυρεοειδισμό, λόγω της δράσης διεγερτικών θυρεοειδικών αντισωμάτων. Ομοίως, ένας νέος θερμός όζος μπορεί να μετατρέψει τον υποθυρεοειδισμό σε υπερθυρεοειδισμό. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η ποσότητα της απαιτούμενης L-T4 συσχετίζεται με την άλιπη μάζα του σώματος, η οποία τείνει να μειώνεται με την ηλικία.
Είναι ενδιαφέρον ότι σχεδόν το 10% των ασθενών δεν ελάμβαναν L-Τ4 κατά το τέλος της μελέτης. Στο ένα τρίτο των ασθενών με TSH μεταξύ 4 και 10 mU/L, μόνο μια φορά είχε γίνει έλεγχος πριν δοθεί η θεραπεία. Έτσι, μερικοί από τους ασθενείς μπορεί στην πραγματικότητα να είχαν ανωμαλίες της λειτουργίας του θυρεοειδούς που αντανακλούσαν μη-θυρεοειδική νόσο. Επιπλέον, δεν είναι ασυνήθιστο τα ελαφρώς αυξημένα επίπεδα της TSH σε ηλικιωμένους ασθενείς να εξομαλύνονται χωρίς καμία παρέμβαση.
Μέχρι να υπάρξουν περισσότερα αποτελέσματα από ελεγχόμενες,προοπτικές, τυχαιοποιημένες μελέτες της θεραπείας ασθενών με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, οι ιατροί θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σχετικά με την υπερθεραπεία με L-Τ4.
Καλή Χρονιά!
Πηγή: Clinical Thyroidology