Ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) συνεχίζει να αυξάνεται παγκοσμίως, με σημαντικές επιπτώσεις στη νοσηρότητα, τη θνησιμότητα και το κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Όταν οι αρχικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και η χορήγηση από του στόματος αντιδιαβητικών δισκίων δεν επαρκούν για να διατηρήσουν το γλυκαιμικό έλεγχο σε ασθενείς με ΣΔ2, οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν την έναρξη χορήγησης ινσουλίνης και μετέπειτα την πρόοδο της ινσουλινοθεραπείας για την επίτευξη των στόχων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (A1C) (εναλλαγή από τη βασική ινσουλίνη σε προαναμεμειγμένα σχήματα, πρόσθεση δόσης γευματικής ινσουλίνης στο κύριο ή σε περισσότερα γεύματα κ.ο.κ.).
Υπάρχουν μεγάλα κενά στη θεραπεία με ινσουλίνη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Ωστόσο, διάφορες μελέτες έχουν αποκαλύψει μεγάλα κενά στην εφαρμογή της θεραπείας με ινσουλίνη. Μια πληθυσμιακή μελέτη στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε ότι μόνο το 25% των ασθενών που δεν πληρούσαν τους στόχους της A1C (με σχήμα βασικής ινσουλίνης) εντατικοποίησαν τη θεραπεία τους. Αντίστοιχα, σε ένα ακαδημαϊκό κέντρο των ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι λιγότεροι από τους μισούς ασθενείς, των οποίων η ρύθμιση του διαβήτη έχρηζε βελτίωσης, στην πραγματικότητα προχώρησαν σε βελτιστοποίηση της θεραπείας με ινσουλίνη.
Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους δε γίνεται έναρξη ή εντατικοποίηση της θεραπείας με ινσουλίνη, όταν αυτή είναι απαραίτητη;
Ερευνητές από τη Βοστώνη, σε πρόσφατη μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Diabetes Educator συνοψίζουν τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τους φραγμούς στην πρόοδο της ινσουλίνης και τονίζουν τις ευκαιρίες για την υπέρβαση αυτών των εμποδίων. Οι ερευνητές αναζήτησαν τους φραγμούς τόσο στους ασθενείς όσο και στους επαγγελματίες υγείας.
Πώς επηρεάζονται οι πεποιθήσεις και προτιμήσεις των ασθενών σχετικά με τη θεραπεία τους;
Το πώς αντιλαμβάνονται οι ασθενείς τα εμπόδια στη θεραπεία με ινσουλίνη σχετίζεται με την προηγούμενη χρήση ινσουλίνης, τον καλό μεταβολικό έλεγχο, αλλά και τις ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας.
Οι ασθενείς με ΣΔ2 προτιμούν καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης με ταυτόχρονη αποφυγή της αύξησης του σωματικού βάρους και των υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Η έναρξη της θεραπείας με ινσουλίνη αποτελεί ψυχολογικό εμπόδιο, αλλά όταν αυτός ο φραγμός σπάσει, οι ασθενείς δέχονται πιο εύκολα την ενέσιμη θεραπεία ως θεραπευτική επιλογή. Φάνηκε επίσης ότι οι ασθενείς που ελάμβαναν ήδη ινσουλίνη είχαν λιγότερα εμπόδια στις επιπλέον ενέσεις σε σύγκριση με εκείνους που ξεκινούσαν την ινσουλίνη. Ωστόσο, πολλοί φαίνεται ότι ανησυχούν αρκετά για την εξέλιξη της ασθένειας (“μήπως η κατάστασή μου είναι ήδη πολύ βαριά;”) και την εμφάνιση υπογλυκαιμίας.
Ο φόβος της ένεσης μειώνεται δραματικά με την εμπειρία, αλλά σχεδόν το 40% θεωρούν την ένεση επώδυνη και περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς συνδέουν την ινσουλίνη με την αύξηση του σωματικού βάρους.
Από την άλλη, οι ασθενείς που εκπαιδεύονται δίνουν λιγότερη σημασία στην οδό χορήγησης της φαρμακευτικής αγωγής, γεγονός που υποδηλώνει ότι η εκπαίδευση μπορεί να επηρεάσει ευεργετικά την πρόοδο της θεραπείας.
Ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού (“τώρα και οι άλλοι θα σκέφτονται ότι είμαι πολύ άρρωστος”), που στο μυαλό αρκετών ασθενών σχετίζεται με την ινσουλινοθεραπεία, είναι κατά πολύ ελαττωμένος σε ασθενείς που λαμβάνουν ήδη ινσουλίνη έναντι όσων δεν έχουν ξεκινήσει, ίσως λόγω μετατόπισης της στάσης τους ή πρόσθετης εμπειρίας.
Στους χρήστες ινσουλίνης, η βαθμολογία του φορτίου της ινσουλινοθεραπείας ήταν χαμηλότερη, αλλά αυξήθηκε δραματικά σε συνάρτηση με τη συχνότητα των ενέσεων. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ασθενείς προσαρμόζονται σε νέες θεραπείες και ότι η εμπειρία βοηθά, αλλά ενδεχομένως μέχρι ένα σημείο.
Ποιοι είναι οι φραγμοί στη θεραπεία με ινσουλίνη από την πλευρά των ιατρών ή άλλων επαγγελματιών υγείας;
Οι ιατροί πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (Παθολόγοι, Γενικοί Ιατροί) συμμετέχουν λιγότερο από ό,τι οι ειδικοί στην εντατικοποίηση της ινσουλίνης, ενώ υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις πεποιθήσεις σχετικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για την εντατικοποίηση.
Σχεδόν το 40% των ιατρών πρωτοβάθμιας περίθαλψης και το 30% των ειδικών δήλωσαν ότι δυσκολεύονται με την πρόοδο της θεραπείας με ινσουλίνη και ότι θα ήθελαν περισσότερο προσωπικό υποστήριξης και πόρους για να τους βοηθήσουν.
Περίπου οι μισοί ανέφεραν ότι δεν έχουν εμπειρία με τους διαθέσιμους τύπους ινσουλίνης και ότι η εκπαίδευση των ασθενών σχετικά με την πρόοδο της ινσουλινοθεραπείας θα πάρει πάρα πολύ χρόνο.
4 στους 10 ιατρούς πιστεύουν ότι οι ασθενείς τους δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τα εντατικοποιημένα σχήματα ινσουλίνης.
Οι ερευνητές προτείνουν ότι η εμπειρία στη θεραπεία με ινσουλίνη και η εκπαίδευση ασθενών και επαγγελματιών υγείας (ακόμη και των “ειδικών”) είναι καθοριστικοί παράγοντες στην αντιμετώπιση των παραπάνω φραγμών και στην επίτευξη της βέλτιστης συμμόρφωσης στη θεραπευτική αγωγή.
Η βοηθητική υποστήριξη από νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας και διαιτολόγους θα μπορούσε να ανακουφίσει τους ιατρούς ως προς το χρόνο, αλλά και τις ανησυχίες τους σχετικά με τις ικανότητες των ασθενών να προσαρμόζονται και να ακολουθούν πιο εντατικά θεραπευτικά σχήματα.