Μια νέα, τυχαιοποιημένη μελέτη, δείχνει ότι τα οφέλη της συμμετοχής σε ομάδα συμπεριφορικής παρέμβασης για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη δεν περιορίζονται μόνο στους νέους σε ηλικία ασθενείς.
«Σε σύγκριση με τους νεότερους, οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας (60 – 75 ετών) τυγχάνουν αντίστοιχου γλυκαιμικού οφέλους από τη συμμετοχή τους σε παρεμβάσεις αυτο-διαχείρισης», συμπεραίνουν στο άρθρο τους οι ερευνητές από το Διαβητολογικό Κέντρο Joslin της Βοστώνης.
«Πολλοί κλινικοί γιατροί είναι απρόθυμοι να παραπέμψουν ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας σε ομάδες εκπαίδευσης αισθανόμενοι ότι οι ηλικιωμένοι μάλλον χρήζουν εξατομικευμένης φροντίδας προκειμένου να ωφεληθούν».
«Παρόλο που οι σωματικές και νοητικές ικανότητές τους μπορεί να επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου, δεν είναι βέβαιο ότι συμβαίνει το ίδιο και με τη δυνατότητά τους να μαθαίνουν και να διαχειρίζονται το διαβήτη τους», συμπληρώνουν.
Η μελέτη τυχαιοποίησε συνολικά 222 ενήλικες, ηλικίας 18 έως 75 ετών, με σακχαρώδη διαβήτη για τουλάχιστον 2 χρόνια. Όλοι είχαν ανεπαρκή έλεγχο του διαβήτη, ο οποίος ορίστηκε ως γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (A1C) ίση ή μεγαλύτερη από 7,5%. Χωρίστηκαν σε μια ομάδα νεότερων (151 άτομα μέσης ηλικίας 47 ετών, μέση τιμή A1C 9,2%) και μια δεύτερη ομάδα γηραιότερων ασθενών (71 άτομα μέσης ηλικίας 67 ετών, μέση τιμή A1C 8,7%).
Έξι στους 10 ασθενείς της ομάδας των νέων και 3 στους 10 των γηραιότερων είχαν διαβήτη τύπου 1, ενώ οι υπόλοιποι είχαν τύπου 2.
Οι ασθενείς κάθε ομάδας τυχαιοποιήθηκαν σε 3 παρεμβάσεις-σκέλη. Το πειραματικό σκέλος, το οποίο πραγματοποιήθηκε σε 5 ομαδικές συνεδρίες εντός 6 εβδομάδων, βασίστηκε στην ανάπτυξη συμπεριφορικών στρατηγικών και τεχνικών αυτο-διαχείρισης. Οι εκπαιδευτές δίδαξαν τους συμμετέχοντες πώς τα τρόφιμα, τα φάρμακα και η άσκηση επηρεάζουν τα επίπεδα της γλυκόζης τους και υπέδειξαν πιθανές ενέργειες που θα μπορούσαν να ληφθούν όταν τα επίπεδα ήταν εκτός ορίων. Οι συμμετέχοντες ενθαρρύνονταν να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν πιθανούς φραγμούς στον αυτο-έλεγχο του διαβήτη, έκαναν συχνές μετρήσεις σακχάρου, ενώ μεταξύ των συνεδριών, έθεταν γενικούς στόχους (π.χ. απώλεια βάρους), αλλά και πιο συγκεκριμένους (π.χ. απώλεια 0,5 kg μέσα στην εβδομάδα) και εξασκούνταν στην πρακτική επίλυση προβλημάτων. Οι συμμετέχοντες έγραφαν αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο σχεδίαζαν να υλοποιήσουν το στόχο τους και στην επόμενη συνεδρία εξέταζαν το εάν και κατά πόσο ακολούθησαν τα βήματα αυτά και εάν το σχέδιό τους είχε επιτυχία. Αν όχι, ενθαρρύνονταν να αναθεωρήσουν το σχεδιασμό τους.
Το παρεμβατικό σκέλος, που επίσης πραγματοποιήθηκε σε 5 ομαδικές συνεδρίες εντός 6 εβδομάδων, ήταν ένα τυπικό πρόγραμμα εκπαίδευσης στο διαβήτη, το οποίο ήταν παρόμοιο με το πειραματικό σκέλος ως προς τη συχνότητα των συνεδριών, το χρόνο επικοινωνίας με τους εκπαιδευτές και το βασικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης (διατροφή, φάρμακα, άσκηση, φροντίδα ποδιών κλπ).
Το σκέλος ατομικής θεραπείας συνίστατο σε απεριόριστες ατομικές συνεδρίες με τους εκπαιδευτές, σε διάστημα 6 μηνών, κατά τις οποίες οι ασθενείς μπορούσαν να λάβουν κάθε είδους πληροφορίες που ζητούσαν.
Συνολικά, τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (A1C) βελτιώθηκαν τόσο στους νεότερους όσο και στους γηραιότερους ασθενείς ανεξάρτητα από τον τύπο διαβήτη (1 ή 2).
Στους 12 μήνες, τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μειώθηκαν στους γηραιότερους ασθενείς κατά 0,72% στο πειραματικό σκέλος και κατά 0,65% στο παρεμβατικό σκέλος. Για τη νεότερη ομάδα, οι μειώσεις της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης ήταν 0,55 και 0,43%, αντίστοιχα.
Οι διαφορά στη βελτίωση μεταξύ γηραιότερων και νεότερων ασθενών στο πειραματικό σκέλος δεν ήταν σημαντική (P = 0,64), αλλά στο παρεμβατικό σκέλος, η βελτίωση των γηραιότερων ασθενών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη των νεότερων (P <.001), ενώ οι νεότεροι ασθενείς φαίνεται ότι ωφελήθηκαν περισσότερο από την ατομική θεραπεία σε σύγκριση με τους γηραιότερους (Ρ = 0,01).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γηραιότεροι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 έδειξαν σημαντικότερη βελτίωση όταν συμμετείχαν σε ομάδες σε σύγκριση με την ατομική θεραπεία (Ρ = 0,011).
Τόσο οι γηραιότεροι όσο και οι νεότεροι ασθενείς παρουσίασαν βελτίωση στην αναφερόμενη συχνότητα φροντίδας του εαυτού, την καθημερινή παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος, καθώς και στα συμπτώματα κατάθλιψης και τη σχετιζόμενη με το διαβήτη ποιότητα ζωής.
«Το πλαίσιο της ομάδας μπορεί να είναι ευεργετικό επιτρέποντας στους ανθρώπους να ακούσουν ερωτήσεις από τους άλλους και να μάθουν από τους άλλους», είπε η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Dr Weinger στο Medscape Medical News, προσθέτοντας ότι «οι συμμετέχοντες μπορούν να δεσμεύονται στην ομάδα και να απολαμβάνουν την παρέα».
Οι στόχοι της ομαδικής εκπαίδευσης είναι ίδιοι τόσο για τους νέους όσο και για τους μεγαλύτερους σε ηλικία ασθενείς, και είναι:
- να εφοδιαστούν με γνώσεις και να αναπτύξουν τεχνικές και δεξιότητες,
- να μπορούν να αναγνωρίζουν φραγμούς στη φροντίδα του εαυτού τους, και
- να διευκολύνονται στην επίλυση προβλημάτων για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την επίτευξη των γλυκαιμικών στόχων.
Η μελέτη αυτή έρχεται να ενισχύσει τον ενθουσιασμό μας για τη λειτουργία των Ομάδων Θεραπευτικής Εκπαίδευσης. Δηλώστε συμμετοχή τώρα!