Εμμηνόπαυση: αλήθειες και ψέματα
Τη δεκαετία του ’90 η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης ήταν πολύ διαδεδομένη σε γυναίκες ηλικίας 50-55 ετών, καθώς ζητούσαν να θεραπεύουν τα βασανιστικά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης διότι πίστευαν ότι η ορμονική θεραπεία βελτιώνει το προσδόκιμο επιβίωσης.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της μελέτης Women’s Health Initiative (WHI), που έδειξαν ότι, σε γυναίκες με μέση ηλικία τα 63 έτη, η ορμονική θεραπεία με οιστρογόνα και προγεστερινοειδή αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και καρδιαγγειακών επεισοδίων, υπήρξε έντονη ανησυχία και διάσταση απόψεων σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους της ορμονικής θεραπείας. Η μεγάλη αρνητική δημοσιότητα που δόθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχε αποτέλεσμα πολλές γυναίκες με βασανιστικά εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα να αρνηθούν να πάρουν ορμονική θεραπεία και να υποφέρουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι αυτά να περάσουν χωρίς θεραπεία.
Δέκα χρόνια μετά, μια προσεκτική επανεκτίμηση των μέχρι σήμερα διαθέσιμων κλινικών μελετών έρχεται να αποκαταστήσει την αλήθεια για την ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση και να απαντήσει στα ερωτήματα και τις ανησυχίες που απασχολούν ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού. Για παράδειγμα, σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι η μονοθεραπεία με οιστρογόνα (χωρίς προγεστερινοειδή) μειώνει το κίνδυνο για καρκίνο του μαστού και η μείωση αυτή του κινδύνου διατηρείται για αρκετά χρόνια και μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Η εμμηνόπαυση
Η εμμηνόπαυση αποτελεί την οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως και της αναπαραγωγικής φάσης στη ζωή μιας γυναίκας. Φυσιολογικά η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη. Η εμμηνόπαυση αποτελεί φυσιολογικό γεγονός και όχι ασθένεια.
Αν σκεφτεί κανείς ότι το προσδόκιμο επιβίωσης των Ελληνίδων είναι σήμερα τα 82 έτη, γίνεται αντιληπτό ότι η Ελληνίδα περνάει πάνω από το 1/3 της ζωής της σε εμμηνόπαυση.
Τα κύρια εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα, τα οποία οφείλονται στην έλλειψη οιστρογόνων, είναι οι εξάψεις, οι νυχτερινές εφιδρώσεις και οι αϋπνίες. Στα συμπτώματα αυτά έρχεται να προστεθεί ο πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, αποτέλεσμα της ατροφίας του κολπικού επιθηλίου. Τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα έχουν τη μεγαλύτερή τους ένταση 1 χρόνο μετά την οριστική διακοπή της εμμηνορρυσίας και διαρκούν κατά μέσο όρο για 2 χρόνια. Οπως φάνηκε από ελληνική μελέτη, η παρουσία εξάψεων συσχετίζεται και με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς γυναίκες με εξάψεις παρουσιάζουν σημαντική δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων, ενώ γυναίκες χωρίς εξάψεις έχουν φυσιολογική αγγειακή ενδοθηλιακή λειτουργία (Bechlioulis, Kalantaridou, Naka et al. J Clin Endocrinol Metab 2010; 95: 1199). Η ίδια ερευνητική ομάδα έδειξε ότι, στις γυναίκες με εξάψεις, η ορμονική θεραπεία βελτιώνει τις εξάψεις και αποκαθιστά στο φυσιολογικό την αγγειακή ενδοθηλιακή λειτουργία (Bechlioulis, Naka, Kalantaridou et al. Maturitas 2012; 71: 389).
Η θεραπευτική προσέγγιση μιας εμμηνοπαυσιακής γυναίκας στοχεύει στη βελτίωση του τρόπου ζωής της με σωστή διατροφή, άσκηση και μείωση (ή καλύτερα διακοπή) του καπνίσματος. Κύριο μέλημα του γιατρού της θα πρέπει να είναι και η ανακούφισή της από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής της σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή από πλευράς φυσιολογικών και ψυχολογικών αλλαγών. Ο ιδανικός χρόνος έναρξης της θεραπείας είναι κατά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, εφ’όσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις. Η διάρκεια της αγωγής πρέπει να εξατομικεύεται και να προσαρμόζεται ανάλογα με τα συμπτώματα, την ανάγκη για πρόληψη των μακροχρόνιων επιπλοκών της εμμηνόπαυσης καθώς και την επιθυμία της κάθε γυναίκας.
Τον Ιανουάριο 2014, το Αμερικάνικο Κολλέγιο Μαιευτήρων-Γυναικολόγων δημοσίευσε νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων (ACOG Committee Opinion 141, Obstet Gynecol 2014; 123: 202). Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, στις γυναίκες με φυσιολογική ή χειρουργική εμμηνόπαυση μετά το 45ο έτος της ηλικίας, η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης είναι η πλέον αποτελεσματική θεραπεία για τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα. Επίσης η ορμονική θεραπεία συστήνεται σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης, ειδικά εάν συνυπάρχουν εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.
Σήμερα η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ορμονικών προϊόντων και οδών χορήγησης, με διαφορετικούς κινδύνους και οφέλη. Συνιστάται να χορηγείται «η μικρότερη δοσολογία» που προσφέρει ανακούφιση από τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα και για το «συντομότερο χρονικό διάστημα». Η χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης αντενδείκνυται σε γυναίκες με ορμονοεξαρτώμενους όγκους (καρκίνο του μαστού ή καρκίνο του ενδομητρίου), με θρομβοεμβολική νόσο, με ηπατική νόσο, καθώς και σε γυναίκες με αδιάγνωστη αιμορραγία από τα γεννητικά όργανα.
Ο κίνδυνος
Πριν ξεκινήσει μια εμμηνοπαυσιακή γυναίκα ορμονική θεραπεία θα πρέπει να προηγηθεί ένας κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος, ο οποίος θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε μαστογραφία και έλεγχο για παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Αν και η πρώτη αιτία θανάτου στις γυναίκες είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο μεγαλύτερος φόβος των γυναικών είναι ο καρκίνος του μαστού. Πρέπει να τονιστεί πως όταν η χρήση θεραπείας υποκατάστασης γίνεται για χρονικό διάστημα μικρότερο από 3 χρόνια, ο κίνδυνος για εμφάνιση καρκίνου του μαστού είναι ελάχιστος, καθώς και ότι 3 χρόνια μετά τη διακοπή της θεραπείας, ο κίνδυνος για καρκίνο του μαστού δεν είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τις γυναίκες που δεν έλαβαν ποτέ ορμονική θεραπεία.
Τα νέα επιστημονικά δεδομένα καταλήγουν ομόφωνα στο ότι για τις περισσότερες γυναίκες η ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση, όταν χορηγείται μέσα σε λίγα χρόνια από την εμμηνόπαυση και με σαφείς ενδείξεις, έχει περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους.
Σε κάθε περίπτωση οι αντιπαραθέσεις που παρουσιάζονται στην ιατρική βιβλιογραφία τονίζουν την αναγκαιότητα εξατομίκευσης της ορμονικής θεραπείας. Οι στόχοι για κάθε γυναίκα πρέπει να ιεραρχούνται και ανάλογα να επιλέγεται το καταλληλότερο σκεύασμα, η οδός χορήγησής του, αλλά και οι διάφοροι εναλλακτικοί τρόποι προσέγγισης, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Επειδή οι γνώσεις σήμερα αυξάνονται με καταιγιστικό ρυθμό και οι πληροφορίες προσθέτουν συνεχώς νέα δεδομένα, η συστηματική συνεργασία μεταξύ ιατρού και γυναίκας για την εξεύρεση της ιδανικής κατά περίπτωση αγωγής αποτελεί σε κάθε περίπτωση τη χρυσή τομή.
Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα
Διαβήτης κύησης: θεραπευτικοί στόχοι και παρακολούθηση
Επειδή ο διαβήτης κύησης μπορεί να βλάψει τόσο την έγκυο όσο και το έμβρυο – νεογνό, η αντιμετώπιση θα πρέπει να ξεκινάει χωρίς καθυστέρηση.
Κίνδυνοι για την έγκυο και το έμβρυο – νεογνό
Οι γυναίκες με διαβήτη κύησης διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν υπέρταση της κύησης, προεκλαμψία και να υποβληθούν σε καισαρική τομή με τις συναφείς δυνητικές νοσηρότητές τους.
Το πιο σημαντικό είναι ότι οι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη αργότερα στη ζωή τους.
Προβλέπεται ότι μέχρι το 50% των γυναικών με διαβήτη κύησης θα αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη 22 – 28 χρόνια μετά την εγκυμοσύνη. Η εξέλιξη σε διαβήτη τύπου 2 μπορεί να επηρεάζεται από την εθνικότητα και την συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας.
Τα μωρά των γυναικών με διαβήτη κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μακροσωμίας, νεογνικής υπογλυκαιμίας, υπερχολερυθριναιμίας (ίκτερος), δυστοκίας των ώμων και τραύματος κατά τη γέννηση.
Ποιο είναι το όφελος της θεραπείας του διαβήτη κύησης;
Το 2005, η Αυστραλιανή Μελέτη Διαταραχής της Ανοχής στη Γλυκόζη σε Έγκυες Γυναίκες ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας (1.000 γυναίκες), τυχαιοποιημένη δοκιμή θεραπείας για τον διαβήτη κύησης. Η θεραπεία (διαιτητική παρέμβαση, παρακολούθηση σακχάρου με ή χωρίς χορήγηση ινσουλίνης) συσχετίστηκε με σημαντική μείωση του ποσοστού σοβαρών επιπλοκών (περιγεννητικός θάνατος, δυστοκία ώμων και τραύματος κατά τη γέννηση, συμπεριλαμβανομένων των καταγμάτων ή της παράλυσης νεύρων). Η αγωγή μείωσε επίσης τη συχνότητα των μεγάλων, για την ηλικία κύησης (LGA, large-for-gestational-age), βρεφών από 13 έως 22% και του μεγαλύτερου από 4.000 γρ. βάρους γέννησης από 10 έως 21%. Η προεκλαμψία επίσης μειώθηκε σημαντικά με την παρέμβαση (18% έναντι 12% χωρίς παρέμβαση).
Ακολούθησε το 2009 η αναφορά από το Eunice Kennedy Shriver National Institute of Child Health and Human Development Maternal – Fetal Medicine Network μετά από μια τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική μελέτη της θεραπείας 958 γυναικών με ήπιο διαβήτη κύησης. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν διαφορές στη συχνότητα του πρωτεύοντος σύνθετου τελικού σημείου (περιγεννητικός θάνατος, νεογνική υπογλυκαιμία, αυξημένα επίπεδα C – πεπτιδίου στον ομφάλιο λώρο ή τραύματος κατά τη γέννηση), αρκετές σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν με τη θεραπεία, συμπεριλαμβανομένων της χαμηλότερης συχνότητας LGA βρεφών (7,1% vs. 14,5%), χαμηλότερης συχνότητας βάρους γέννησης μεγαλύτερου από 4.000 γρ. (5,9% vs. 14,3%) και μειωμένης νεογνικής μάζας λίπους. Επιπλέον, η καισαρική τομή (26,9% vs. 33,8%), η δυστοκία των ώμων (1,5% vs. 4,0%) και οι υπερτασικές παθήσεις (8,6% vs. 13,6%) ήταν σημαντικά μειωμένες σε γυναίκες που υποβλήθηκαν σε θεραπεία για τον διαβήτη κύησης. Ως εκ τούτου, με βάση αυτές τις μελέτες,
οι γυναίκες, στις οποίες έχει διαγνωστεί διαβήτης κύησης, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με διατροφή και, όταν είναι απαραίτητο, με φαρμακευτική αγωγή για το όφελος τόσο του εμβρύου όσο και της μητέρας.
Θεραπευτικοί στόχοι
Η θεραπεία για τον διαβήτη κύησης έχει ως στόχο να κρατήσει τα επίπεδα σακχάρου αντίστοιχα με εκείνα των εγκύων που δεν έχουν διαβήτη κύησης. Η αρχική θεραπεία περιλαμβάνει μέτρια σωματική δραστηριότητα, διατροφικές αλλαγές, υποστήριξη από εκπαιδευτές στον διαβήτη και διαιτολόγους και παρακολούθηση του σακχάρου. Εάν το σάκχαρο δεν ελέγχεται μετά από αυτές τις πρώτες παρεμβάσεις, τότε μπορούν να χορηγηθούν φάρμακα (ινσουλίνη ή από του στόματος υπογλυκαιμικοί παράγοντες) ή να εφαρμοστεί αυξημένη επιτήρηση στην προγεννητική φροντίδα ή να γίνει κάποια αλλαγή στο σχεδιασμό του τοκετού (π.χ. καισαρική τομή).
Αν γίνεται συστηματική παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου, η American Diabetes Association (ADA) προτείνει τους ακόλουθους στόχους για τις γυναίκες που αναπτύσσουν διαβήτη κύησης, με περισσότερο ή λιγότερο αυστηρούς στόχους κατά περίπτωση:
Πριν από κάποιο γεύμα (προγευματικό σάκχαρο): 95 mg/dl ή λιγότερο
1 ώρα μετά το γεύμα (μεταγευματικό σάκχαρο): 140 mg/dl ή λιγότερο
2 ώρες μετά το γεύμα (μεταγευματικό σάκχαρο): 120 mg/dl ή λιγότερο
Υπάρχουν ενδείξεις από μελέτες παρατήρησης ότι όταν τα μέσα επίπεδα του σακχάρου στον διαβήτη κύησης διατηρούνται χαμηλότερα από 87 mg/dl υπάρχει μια αυξημένη πιθανότητα τα βρέφη να είναι μικρά για την ηλικία κύησης (SGA, small-for-gestational-age).
Για τις γυναίκες με προϋπάρχοντα διαβήτη τύπου 1 ή 2 που μένουν έγκυες, προτείνονται οι ακόλουθοι στόχοι βέλτιστου γλυκαιμικού ελέγχου, αν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς σημαντική υπογλυκαιμία:
Προγευματικό, πριν τον ύπνο και πρωινό σάκχαρο νηστείας: 60–99 mg/dL
Μέγιστο μεταγευματικό σάκχαρο: 100–129 mg/dL
Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (A1C): μικρότερη από 6,0%
Πώς (πόσο συχνά) πρέπει να παρακολουθείται το σάκχαρο αίματος σε μια γυναίκα με διαβήτη κύησης;
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία σχετικά με τη βέλτιστη συχνότητα του ελέγχου της γλυκόζης αίματος σε γυναίκες με διαβήτη κύησης. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η γενική σύσταση είναι για καθημερινή παρακολούθηση της γλυκόζης, τέσσερις (4) φορές ημερησίως, κατά τη νηστεία και είτε 1 ώρα είτε 2 ώρες μετά από κάθε γεύμα. Μόλις τα επίπεδα γλυκόζης της εγκύου ασθενούς ελέγχονται επαρκώς από τη διατροφή της, η συχνότητα της παρακολούθησης γλυκόζης μπορεί να ελαττωθεί ή, αντιθέτως, να αυξηθεί, αν χρειαστεί φαρμακευτική παρέμβαση.
Μεταξύ των ενηλίκων γυναικών που δεν είναι έγκυες, ο διαβήτης συχνά αντιμετωπίζεται βάσει των προγευματικών επιπέδων σακχάρου καθ’ όλη την ημέρα. Κατά την κύηση, τα αυξημένα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης μπορεί να έχουν μεγαλύτερη προγνωστική αξία για την εμβρυϊκή μακροσωμία και νοσηρότητα, σε σύγκριση με τη νηστεία ή τα προγευματικά επίπεδα.
Ως εκ τούτου, οι τιμές της γλυκόζης νηστείας, από μόνες τους, δε μπορούν να προβλέψουν την ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή.
Σε μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη η οποία συνέκρινε την αξία των μεταγευματικών με τις προγευματικές μετρήσεις για την παρακολούθηση του σακχάρου των γυναικών με διαβήτη κύησης, η χρήση της μεταγευματικής (στη 1 ώρα) μέτρησης για τη διαχείριση του διαβήτη κύησης συνδέθηκε με καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο, χαμηλότερα ποσοστά LGA βρεφών και νεογνικής υπογλυκαιμίας, καθώς και χαμηλότερα ποσοστά καισαρικής τομής. Μια ακόμη τυχαιοποιημένη μελέτη έδειξε ότι ο γλυκαιμικός έλεγχος που βασίστηκε στις μεταγευματικές έναντι των προγευματικών επιπέδων σακχάρου, συνδέθηκε με χαμηλότερα ποσοστά προεκλαμψίας, καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο και μικρότερο πάχος της δερματικής πτυχής του τρικεφάλου στα νεογνά εγκύων γυναικών με προϋπάρχοντα δαιβήτη τύπου 1.
Η αξιολόγηση της γλυκόζης στο αίμα μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε σε 1 ώρα είτε 2 ώρες μετά το γεύμα, αλλά καμία μελέτη μέχρι σήμερα δεν έχει αποδείξει την υπεροχή της μιας ή της άλλης προσέγγισης. Τόσο η ADA όσο και το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (ACOG) συνιστούν το κατώτατο όριο των 140 mg/dL στη 1 ώρα μεταγευματικά ή των 120 mg/dL στις 2 ώρες μεταγευματικά ως γλυκαιμικούς στόχους για τη μείωση του κινδύνου μακροσωμίας.
Μολονότι η κορύφωση της μεταγευματικής γλυκόζης φαίνεται να εμφανίζεται σε 69 ± 24 λεπτά και, ως εκ τούτου, δύναται να παρέχει στήριξη στον ευρέως χρησιμοποιούμενο στόχο της 1 ώρας, στην παχυσαρκία αυτή η κορύφωση εμφανίζεται καθυστερημένα. Τα συστήματα συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης (CBGM, Continuous Blood Glucose Monitoring) υπήρξαν χρήσιμα για την εντόπιση προηγουμένως απαρατήρητης υπεργλυκαιμίας, αλλά δεν έχει αποδειχθεί εάν είναι οικονομικά αποδοτικά.
Ποια είναι η αξία της παρακολούθησης της “κετόνης”;
Οι γυναίκες με διαβήτη κύησης, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν το σάκχαρό τους με τη διατροφή, μπορεί να θέσουν το μωρό τους σε κίνδυνο μέσω “κέτωσης πείνας”, συνήθως από την πολύ χαμηλή κατανάλωση υδατανθράκων. Κάποιες παλαιότερες μελέτες έχουν εγείρει την πιθανότητα τα αυξημένα κετοξέα να είναι επιβλαβή για το μωρό. Ενώ η κλινική σημασία αυτών των ευρημάτων είναι αμφίβολη, φαίνεται συνετό να βεβαιωνόμαστε ότι οι κετόνες στα ούρα είναι αρνητικές, όταν εστιάζουμε σε διατροφική θεραπεία για τον διαβήτη κύησης.
Η εξέταση ούρων για κετόνη συνιστάται επίσης σε γυναίκες με διαβήτη κύησης που παρουσιάζουν σοβαρή υπεργλυκαιμία ή απώλεια βάρους κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Η εξέταση κετόνης στο αίμα (σσ. με ειδικές ταινίες που καλύπτονται από τα ασφαλιστικά Ταμεία) είναι πιο αντιπροσωπευτικές εργαστηριακές μετρήσεις του β-υδροξυβουτυρικού οξέος.
Πηγές: American Diabetes Association (ADA), Canadian Diabetes Association (CDA), National Institute for Health and Care Excellence (NICE), American College of Obstetricians and Gynaecologists (ACOG)
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα, Σακχαρώδης Διαβήτης
Διαβήτης κύησης: συστάσεις και διαγνωστικά κριτήρια
Το 2013 ήταν ένα έτος όπου γίναμε μάρτυρες μιας ακόμη διχογνωμίας μεταξύ επιστημονικών εταιρειών, αυτή τη φορά σχετικά με τα διαγνωστικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον διαβήτη κύησης. Πόσα βήματα πρέπει να ακολουθούνται, 1 ή 2; Και πολλοί από εμάς κοιτάζαμε το δέντρο και χάναμε το δάσος.
Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA), μπορεί να εμφανίζεται σε μερικούς ως “Πόντιος Πιλάτος”, αφού αποδέχεται και τις 2 μεθόδους, παραδεχόμενη ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να καθοριστεί μια ενιαία προσέγγιση για τη διάγνωση του διαβήτη κύησης, ωστόσο επιμένει στη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ο οποίος είναι ξεχωριστή οντότητα, καθώς και στη δια βίου παρακολούθηση των γυναικών με διαβήτη κύησης. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ σημαντικό αφού φαίνεται ότι μάλλον δεν αποτελεί καθολική κλινική προτεραιότητα.
Επειδή η “επιδημία” της παχυσαρκίας έχει οδηγήσει σε περισσότερες περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2 σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ο αριθμός των εγκύων με αδιάγνωστο διαβήτη τύπου 2 έχει αυξηθεί.
Ελέγχουμε, λοιπόν, για αδιάγνωστο διαβήτη τύπου 2 κατά την πρώτη προγεννητική επίσκεψη σε γυναίκες με παράγοντες κινδύνου χρησιμοποιώντας τα κλασικά διαγνωστικά κριτήρια για τον σακχαρώδη διαβήτη.
Ο διαβήτης κύησης ενέχει κινδύνους τόσο για τη μητέρα όσο και το νεογνό. Δεν έχουν όλες οι ανεπιθύμητες εκβάσεις την ίδια κλινική σημασία. Μεγάλης κλίμακας πολυεθνικές επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι ο κίνδυνος των δυσμενών εκβάσεων για τη μητέρα, το έμβρυο ή το νεογνό αυξανόταν συνεχώς ως συνάρτηση του σακχάρου της μητέρας στις 24 – 28 εβδομάδες, ακόμη και σε επίπεδα που προηγουμένως θεωρούνταν φυσιολογικά για την εγκυμοσύνη.
Ελέγχουμε για διαβήτη κύησης στις 24 – 28 εβδομάδες σε έγκυες γυναίκες που δεν είχαν προηγουμένως γνωστό διαβήτη.
Η παραπάνω σύσταση, δηλαδή ο έλεγχος σε ασυμπτωματικές γυναίκες μετά την 24η εβδομάδα κύησης, προτείνεται ανεπιφύλακτα και από την Αμερικανική Υπηρεσία Πρόληψης (U.S. Preventive Task Force) σε σημερινή δημοσίευση στην ιατρική επιθεώρηση Annals of Internal Medicine.
Η USPSTF έκρινε επαρκείς τις ενδείξεις ότι η θεραπεία του διαβήτη κύησης με διαιτητικές τροποποιήσεις, η παρακολούθηση της γλυκόζης και η χορήγηση ινσουλίνης (αν χρειάζεται) μπορεί να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο για προεκλαμψία, εμβρυϊκή μακροσωμία και δυστοκία των ώμων. Όταν αυτές οι εκβάσεις αξιολογούνται συνολικά, υπάρχει ένα καθαρό όφελος για τη μητέρα και το βρέφος. Για τις περισσότερες επιπλοκές ωστόσο, δεν έχει υπάρξει κάποιο σαφές όριο (“κατώφλι”) κινδύνου. Τα αποτελέσματα αυτά επέβαλαν την προσεκτική επανεξέταση των διαγνωστικών κριτηρίων για τον διαβήτη κύησης.
Η διάγνωση διαβήτη κύησης μπορεί να επιτευχθεί με μία από τις δυο παρακάτω στρατηγικές:
Επειδή κάποιες περιπτώσεις διαβήτη κύησης μπορεί να αντιπροσωπεύουν προϋπάρχοντα, αδιάγνωστο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, οι γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης θα πρέπει να ελέγχονται για διαβήτη 6-12 εβδομάδες μετά τον τοκετό, με τη χρήση των κλασικών κριτηρίων. Λόγω της θεραπείας για την υπεργλυκαιμία προ του τοκετού, ο έλεγχος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (A1C) για τη διάγνωση του εμμένοντος διαβήτη δεν συνιστάται κατά την επίσκεψη μετά τον τοκετό.
Οι γυναίκες με διαβήτη κύησης θα πρέπει να ελέγχονται για εμμένοντα διαβήτη 6 – 12 εβδομάδες μετά τον τοκετό με τη χρήση της δοκιμασίας OGTT και τα κλασικά διαγνωστικά κριτήρια που ισχύουν για τις μη εγκυμονούσες γυναίκες.
Οι γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης θα πρέπει να ελέγχονται δια βίου για την ανάπτυξη διαβήτη ή “προδιαβήτη” τουλάχιστον κάθε 3 χρόνια.
Οι γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης που βρίσκονται να έχουν “προδιαβήτη” πρέπει να κάνουν παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής ή να λαμβάνουν μετφορμίνη για την πρόληψη του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα, Σακχαρώδης Διαβήτης
Υποθυρεοειδισμός & κύηση: ποια είναι η βέλτιστη αρχική δόση Τ4;
Μια νέα μελέτη έρχεται να προσφέρει σημαντική βοήθεια στους Ενδοκρινολόγους ως προς την επιλογή της βέλτιστης αρχικής δόσης λεβοθυροξίνης (LT4 ή, κοινώς, Τ4) στις έγκυες γυναίκες που ανακαλύπτονται, για πρώτη φορά, με υποθυρεοειδισμό.
Παρόλο που οι πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες δίνουν τους στόχους της TSH κατά την εγκυμοσύνη, οι δόσεις της λεβοθυροξίνης που απαιτούνται για την επίτευξη των επιπέδων αυτών δεν καθορίζονται, ίσως, με σαφήνεια σημειώνουν οι ερευνητές.
“Η νέα μελέτη παρέχει στον Ενδοκρινολόγο ακριβή προσανατολισμό σχετικά με το πώς να προσεγγίσει τη θεραπεία εγκύων με υποθυρεοειδισμό που διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης“.
Ο Dr Abalovich και οι συνεργάτες του εξηγούν ότι, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι o κλινικός υποθυρεοειδισμός στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, οι συνιστώμενες δόσεις λεβοθυροξίνης για τη συγκεκριμένη ένδειξη ποικίλλουν και βασίζονται σε γνώμες ειδικών. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση του υποκλινικού υποθυρεοειδισμού που εμφανίζεται σε περίπου 2 – 3% των κυήσεων”.
“Οι περισσότερες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι
όταν ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός δεν αντιμετωπίζεται μπορεί να προκαλέσει μαιευτικές επιπλοκές για τη μητέρα και το έμβρυο,
συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που υποδεικνύουν μια πιθανή αρνητική επίδραση στη νευρο-διανοητική ανάπτυξη του παιδιού, αν και αυτό κάπως αμφισβητείται”, συμπληρώνουν.
Οι υφιστάμενες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν τα επίπεδα της ΤSH να είναι ίσα ή χαμηλότερα από 2,5 mIU/L για το πρώτο τρίμηνο της κύησης και ίσα ή χαμηλότερα από 3 mIU/L για τα επόμενα τρίμηνα.
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να προσπαθήσει να εντοπίσει τις κατάλληλες αρχικές δόσεις λεβοθυροξίνης για την ομαλοποίηση των επιπέδων TSH σε γυναίκες με προσφάτως διαγνωσθέντα υποθυρεοειδισμό, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι ερευνητές εξέτασαν αναδρομικά 77 γυναίκες, ηλικίας 18 έως 45 ετών, με υποθυρεοειδισμό που ανακαλύφθηκε πρόσφατα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Συνολικά 64 γυναίκες είχαν υποκλινικό υποθυρεοειδισμό:
- 31 γυναίκες είχαν TSH μεγαλύτερη από 2,5 mIU/L στο 1ο τρίμηνο (ή μεγαλύτερη από 3 mIU/L στο 2ο & 3ο τρίμηνο) έως 4,2 mIU/L (ομάδα 1α) και
- 33 γυναίκες είχαν TSH μεγαλύτερη από 4,2 mIU/L μέχρι 10 mIU/L (ομάδα 1β).
Οι υπόλοιπες 13 γυναίκες είχαν κλινικό υποθυρεοειδισμό, δηλαδή TSH μεγαλύτερη από 10 mIU/L (ομάδα 2).
Όλες οι έγκυες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με λεβοθυροξίνη το συντομότερο αφότου διαγνώστηκε ο υποθυρεοειδισμός και παρακολουθήθηκαν κάθε 4 έως 6 εβδομάδες. Η δόση της λεβοθυροξίνης κρίθηκε επαρκής, όταν τα επίπεδα της TSH ήταν χαμηλότερα από 2,5 mIU/L το 1ο τρίμηνο (ή χαμηλότερα από 3 mIU/L στα επόμενα τρίμηνα).
Τα αρχικά επίπεδα της TSH θα πρέπει να κατευθύνουν τη δόση της λεβοθυροξίνης.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι δόσεις λεβοθυροξίνης που απαιτούνται για να επιτευχθούν τα επίπεδα – στόχοι της TSH ποικίλλουν σημαντικά, ανάλογα με τα αρχικά επίπεδα της TSH.
Η τελικώς κατάλληλη δόση λεβοθυροξίνης συνέπεσε με την αρχική στο 89% των γυναικών με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό και στο 77% των γυναικών με κλινικά έκδηλο υποθυρεοειδισμό. Μόνο στο 11 και 23% αντίστοιχα απαιτήθηκαν αναπροσαρμογές. Αφού συνταγογραφήθηκε η κατάλληλη δόση, ο βιοχημικός ευθυρεοειδισμός επιβεβαιώθηκε σε περίπου ίδιο αριθμό εβδομάδων τόσο σε εγκύους με έκδηλο υποθυρεοειδισμό (κατά μέσο όρο σε 5,3 εβδομάδες) όσο και σε εκείνες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό (6 εβδομάδες).
Η υπέρταση της κύησης ήταν η πιο συχνή επιπλοκή στον υποκλινικό υποθυρεοειδισμό και σημειώθηκε σε ποσοστό 7,8% των γυναικών αυτών. Δεν υπήρχαν αποβολές ή πρόωροι τοκετοί.
“Όταν ο υποθυρεοειδισμός ανακαλύπτεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, προτείνουμε την έναρξη της θεραπείας με τις ακόλουθες δόσεις λεβοθυροξίνης: 1,20 μg/kg/ημέρα για υποκλινικό υποθυρεοειδισμό με TSH χαμηλότερη από 4,2 mIU/L, 1,42 μg/kg/ημέρα με TSH μεγαλύτερη από 4,2 έως 10, και 2,33 μg/kg/ημέρα για κλινικό υποθυρεοειδισμό”, σημειώνουν οι ερευνητές.
“Με την προσέγγιση αυτή, οι έγκυες θα επιτύχουν άμεσα κατάσταση ευθυρεοειδισμού, αποφεύγοντας αναπροσαρμογές της δόσης και, κατά πάσα πιθανότητα, μαιευτικούς κινδύνους”, καταλήγουν.
Ευχαριστούμε!
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα, Θυρεοειδής