Γλιπτίνες και καρδιακή ανεπάρκεια: για ποιον χτυπά η καμπάνα;
ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, ΙΣΠΑΝΙΑ – Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, μιλώντας στην ετήσια συνάντηση της European Association for the Study of Diabetes (EASD), προτρέπουν τους Διαβητολόγους να πάρουν στα σοβαρά τα ευρήματα πρόσφατων μελετών και τονίζουν ότι “η καρδιακή ανεπάρκεια σκοτώνει τους ασθενείς με διαβήτη και δεν λαμβάνει τη δέουσα προσοχή”.
Στη μελέτη SAVOR – TIMI 53, οι ασθενείς που έλαβαν saxagliptin, έναν αναστολέα του ενζύμου DPP-4 (“γλιπτίνη”) που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας έναντι όσων έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo), ενώ δεν αύξησαν αλλά ούτε και μείωσαν το ρυθμό των ισχαιμικών επεισοδίων έναντι της ομάδας του εικονικού φαρμάκου.
Στη μελέτη ΕΧΑΜΙΝΕ, μεταξύ ασθενών με διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι είχαν ένα πρόσφατο οξύ στεφανιαίο επεισόδιο, τα ποσοστά των κυριότερων δυσμενών καρδιαγγειακών συμβαμάτων δεν αυξήθηκαν με την alogliptin, έναν άλλο αναστολέα του ενζύμου DPP-4, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Σε μια υπομελέτη που παρουσιάστηκε στο EASD 2013, οι περιπτώσεις ατόμων που εμφάνισαν καρδιακή ανεπάρκεια ήταν αριθμητικά, αλλά όχι στατιστικώς σημαντικά, περισσότερες σε αυτούς που έλαβαν alogliptin, έναντι όσων έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Ο Dr. McMurrey (University of Glasgow, Scotland) τονίζει ότι η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ίσως από τις πιο θανατηφόρες επιπλοκές του διαβήτη και ο ρόλος της συχνά παραβλέπεται από τους γιατρούς, από τα ιατρικά περιοδικά που δημοσιεύουν τις έρευνες και, ίσως το χειρότερο από όλα, από τις ρυθμιστικές αρχές που πρέπει να καθοδηγούν τις εταιρείες στην εκπόνηση κλινικών δοκιμών των νέων φαρμάκων για το διαβήτη. Καταλήγοντας, τονίζει ότι η καρδιακή ανεπάρκεια δεν είναι απλά ένα “πρηξιματάκι” στους αστραγάλους ή μια μικρή κατακράτηση υγρών, αλλά μια πολύ σοβαρότερη κατάσταση.
Ο Dr. Fischer (Glasgow Royal Infirmary, Scotland) εξέφρασε αβεβαιότητα ως προς το εάν τα παραπάνω ευρήματα αφορούν αποκλειστικά και μόνο στα παραπάνω φάρμακα, αφού μια άλλη μελέτη της κατηγορίας των αναστολέων DPP-4 (vildagliptin) έχει επισημάνει σημαντικές διαφορές στους τελο-συστολικούς και τελο-διαστολικούς όγκους της αριστερής κοιλίας.
Υπάρχει διαφορά στο πώς αντιμετωπίζονται τα αποτελέσματα των μελετών από τους Διαβητολόγους. Οι απαντήσεις δεν είναι πειστικές. Άλλος ισχυρίζεται ότι “μπορεί να είναι πρόβλημα όλης της κατηγορίας των αναστολέων DPP-4, αλλά ούτως ή άλλως δεν τα πολυσυνταγογραφώ, αφού υπάρχουν άλλα, φθηνότερα φάρμακα για το διαβήτη”. Άλλος προτιμά να ρίξει το “ανάθεμα” στη saxagliptin λέγοντας ότι μάλλον δεν πρόκειται για πραγματική αύξηση των θανάτων, ενώ προτιμά να συνταγογραφεί άλλες γλιπτίνες.
Κατά τη γνώμη μου, οι παραπάνω μελέτες αναδεικνύουν ουσιαστικά την ασφάλεια, ως προς την εμφάνιση μείζονων καρδιαγγειακών συμβαμάτων, των παραπάνω 2 εκπροσώπων της κατηγορίας των αναστολέων του ενζύμου DPP-4. Θα συνεχίσει με αυτόν τον τρόπο η επιστημονική κοινότητα να έχει στη διάθεσή της αρκετά όπλα για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Ωστόσο, τα παραπάνω φάρμακα, τα οποία ήδη κυκλοφορούν στην αγορά, δεν ελαττώνουν την επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, ενώ αρχίζουν και ενοχοποιούνται για κάποιες δυσμενείς εκβάσεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μια νέα, και ως εκ τούτου πολυδιαφημισμένη και ακριβή, κατηγορία φαρμάκων υπόσχεται περισσότερα απ’ όσα τελικά φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρει. Κι αυτό πρέπει να μας προβληματίσει.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
EMA: Καμία νέα ανησυχία για τις GLP-1 βασιζόμενες θεραπείες
Η Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων για τα Φαρμακευτικά Προϊόντα για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) ολοκλήρωσε την ανασκόπηση των GLP-1 βασιζομένων θεραπειών για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:
προς το παρόν, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν τις πρόσφατες ανησυχίες για αυξημένο κίνδυνο παγκρεατικών ανεπιθύμητων ενεργειών με αυτά τα φάρμακα.
Η αύξηση του διαβήτη τύπου 2 είναι μια μεγάλη πρόκληση για τη δημόσια υγεία. Οι βασιζόμενες στο GLP-1 θεραπείες είναι αποτελεσματικές. Ο όρος “GLP-1 βασιζόμενες θεραπείες” περιλαμβάνει δύο κατηγορίες φαρμάκων: τους GLP-1 αγωνιστές και τους αναστολείς του ενζύμου DPP-4.
Η αναθεώρηση αυτών των φαρμάκων άρχισε μετά τη δημοσίευση μιας μελέτης που αναφέρει αυξημένο κίνδυνο παγκρεατίτιδας και κυτταρικές αλλαγές του τύπου της μεταπλασίας του παγκρεατικού πόρου σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που έλαβαν θεραπεία με σκευάσματα των παραπάνω κατηγοριών. Τα ευρήματα βασίστηκαν στην εξέταση ενός μικρού αριθμού δειγμάτων παγκρεατικού ιστού που προέρχονταν από δωρητές οργάνων με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη.
Μετά την επανεξέταση της δημοσίευσης και διαβούλευση με την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, η CHMP έκρινε ότι η ίδια η μελέτη είχε μια σειρά από μεθοδολογικούς περιορισμούς και πιθανές πηγές μεροληψίας, με πιο σημαντικές τις διαφορές μεταξύ των ατόμων σε σχέση με την ηλικία, το φύλο, τη διάρκεια της νόσου και τις θεραπείες, οι οποίες δυσχεραίνουν την ουσιαστική ερμηνεία των αποτελεσμάτων.
Η CHMP έκρινε επίσης, μετά από εξέταση όλων των διαθέσιμων μη-κλινικών και κλινικών δεδομένων, ότι δεν υπάρχει καμία αλλαγή σχετικά με τους παγκρεατικούς κινδύνους που σχετίζονται με τη χρήση των GLP-1 βασιζομένων θεραπειών.
Ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων παγκρεατίτιδας έχει αναφερθεί σε κλινικές δοκιμές. Επιπλέον, μέσα από αυθόρμητες αναφορές, έχει παρατηρηθεί ένας σημαντικός αριθμός περιπτώσεων, αν και αυτές πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή. Όσον αφορά στον καρκίνο του παγκρέατος, τα δεδομένα από κλινικές μελέτες δεν δείχνουν αυξημένο κίνδυνο με αυτά τα φάρμακα. Ωστόσο, ο αριθμός των συμβάντων είναι πολύ μικρός για να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα.
Αρκετές μελέτες σχεδιάζονται ή βρίσκονται σε εξέλιξη, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων μελετών που στοχεύουν στην αύξηση της ικανότητας να κατανοηθούν και να ποσοτικοποιηθούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτά τα φάρμακα, συμπεριλαμβανομένης και της εμφάνισης παγκρεατίτιδας και καρκίνου του παγκρέατος.
Επιπλέον, δύο μεγάλες ανεξάρτητες μελέτες έχουν δρομολογηθεί ήδη από το 2011 για να μελετηθεί το προφίλ κινδύνου της θεραπείας του διαβήτη σε γενικές γραμμές, και πιο συγκεκριμένα το προφίλ κινδύνου σε σχέση με το πάγκρεας. Τα πρώτα αποτελέσματα των μελετών αυτών, τα οποία χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναμένονται την άνοιξη του 2014. Εν τω μεταξύ, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων εξακολουθεί να παρακολουθεί στενά και να αξιολογεί όλες τις πληροφορίες που καθίστανται διαθέσιμες γι’ αυτά τα φάρμακα για να εξασφαλιστεί ότι η σχέση οφέλους-κινδύνου παραμένει θετική.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
Kίνδυνοι για το πάγκρεας από τη χρήση φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για το διαβήτη τύπου 2
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων εξετάζει τα ευρήματα μελέτης σχετικά με τους κινδύνους για το πάγκρεας από τη χρήση φαρμάκων που βασίζονται στο GLP-1 και τα οποία χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων εξετάζει τα ευρήματα από μια ομάδα ανεξάρτητων ακαδημαϊκών ερευνητών που κατέδειξαν αυξημένο κίνδυνο παγκρεατίτιδας (φλεγμονή του παγκρέατος) και προ-καρκινικές κυτταρικές εξαλλαγές που ονομάζονται «μεταπλασίες του παγκρεατικού πόρου» σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 οι οποίοι λαμβάνουν θεραπείες που βασίζονται σε αγωνιστές του GLP-1 (πεπτίδιο όμοιο με τη γλυκαγόνη 1 (GLP-1) και αναστολείς της διπεπτιδυλοπεπτιδάσης-4 (DPP-4)).
Τα ευρήματα βασίζονται σε εξέταση ενός μικρού αριθμού δειγμάτων παγκρεατικού ιστού, που προέρχονται από δότες οργάνων με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους από αίτια ανεξάρτητα με το διαβήτη.
Οι Επιτροπές του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων για τα φάρμακα Ανθρώπινης Χρήσης και Φαρμακοεπαγρύπνησης & Αξιολόγησης Κινδύνου μελετούν τις πληροφορίες που παρέχονται από τους ερευνητές ώστε να προσδιορίσουν την ανάγκη για ανάληψη μέτρων.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων δεν έχει καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα για την παρούσα έρευνα. Δεν υπάρχει επί του παρόντος καμία μεταβολή στις συστάσεις για τη χρήση αυτών των φαρμάκων και καμία ανάγκη για τους ασθενείς να σταματήσουν να παίρνουν τα φάρμακά τους.
Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να συνεχίσουν να συνταγογραφούν αυτά τα φάρμακα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του κάθε προϊόντος.
Πιθανές επιπτώσεις στο πάγκρεας είχαν ήδη χαρακτηριστεί ως πιθανός κίνδυνος για τα φάρμακα αυτά κατά την αρχική αξιολόγησή τους για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας, λόγω του μηχανισμού δράσης τους. Έχουν επίσης αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις παγκρεατίτιδας. Σχετικές προειδοποιήσεις για τους ασθενείς και τους επαγγελματίες υγείας περιλαμβάνονται στις πληροφορίες του προϊόντος για όλα τα φάρμακα αυτά. Επιπλέον, τα σχέδια διαχείρισης κινδύνων των προϊόντων υποχρεώνουν τους κατόχους άδειας κυκλοφορίας να παρακολουθούν στενά τα φάρμακα για δυσμενείς επιπτώσεις στο πάγκρεας.
Καταβάλλονται επίσης, προσπάθειες για τη συλλογή δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια των αντιδιαβητικών αυτών φαρμάκων από ανεξάρτητα κέντρα φαρμακοεπαγρύπνησης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μελέτη SAFEGUARD, μια μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου των Κέντρων Φαρμακοεπιδημιολογίας και Φαρμακοεπαγρύπνησης (ENCePP), ερευνά, μεταξύ άλλων, στοιχεία για τα φάρμακα που βασίζονται στο GLP-1 και που προκαλούν παγκρεατίτιδα. Η μελέτη επεκτείνεται και σε στοιχεία πριν το 2011 όταν αυτή ξεκίνησε.
Τα φάρμακα που βασίζονται στο GLP-1 είναι επίσης γνωστά και ως μιμητές της ινκρετίνης. Στην ΕΕ περιλαμβάνουν την εξενατίδη (Byetta, Bydureon), τη λιραγλουτίδη (Victoza), το lixisenatide (Lyxumia), τη σιταγλιπτίνη (τα Efficib, Januvia, Janumet, Ristaben, Ristfor, Tesavel, Velmetia, Xelevia), τη σαξαγλιπτίνη (Kombiglyze, Onglyza), την λιναγλιπτίνη (Jentadueto, Trajenta) και τη βιλνταγλιπτίνη (τα Eucreas, Galvus, Icandra, Jalra, Xiliarx, Zomarist). Αυτά τα φάρμακα δρουν όπως οι ορμόνες ινκρετίνες (ορμόνες που παράγονται στο έντερο), αυξάνοντας την ποσότητα της ινσουλίνης που απελευθερώνεται από το πάγκρεας σε απόκριση στην τροφή. Έχουν εγκριθεί για χρήση σε συνδυασμό με δίαιτα και άσκηση σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.
Πηγή: ΕΟΦ
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης