Εμμηνόπαυση: αλήθειες και ψέματα
Τη δεκαετία του ’90 η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης ήταν πολύ διαδεδομένη σε γυναίκες ηλικίας 50-55 ετών, καθώς ζητούσαν να θεραπεύουν τα βασανιστικά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης διότι πίστευαν ότι η ορμονική θεραπεία βελτιώνει το προσδόκιμο επιβίωσης.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της μελέτης Women’s Health Initiative (WHI), που έδειξαν ότι, σε γυναίκες με μέση ηλικία τα 63 έτη, η ορμονική θεραπεία με οιστρογόνα και προγεστερινοειδή αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και καρδιαγγειακών επεισοδίων, υπήρξε έντονη ανησυχία και διάσταση απόψεων σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους της ορμονικής θεραπείας. Η μεγάλη αρνητική δημοσιότητα που δόθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχε αποτέλεσμα πολλές γυναίκες με βασανιστικά εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα να αρνηθούν να πάρουν ορμονική θεραπεία και να υποφέρουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι αυτά να περάσουν χωρίς θεραπεία.
Δέκα χρόνια μετά, μια προσεκτική επανεκτίμηση των μέχρι σήμερα διαθέσιμων κλινικών μελετών έρχεται να αποκαταστήσει την αλήθεια για την ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση και να απαντήσει στα ερωτήματα και τις ανησυχίες που απασχολούν ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού. Για παράδειγμα, σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι η μονοθεραπεία με οιστρογόνα (χωρίς προγεστερινοειδή) μειώνει το κίνδυνο για καρκίνο του μαστού και η μείωση αυτή του κινδύνου διατηρείται για αρκετά χρόνια και μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Η εμμηνόπαυση
Η εμμηνόπαυση αποτελεί την οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως και της αναπαραγωγικής φάσης στη ζωή μιας γυναίκας. Φυσιολογικά η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη. Η εμμηνόπαυση αποτελεί φυσιολογικό γεγονός και όχι ασθένεια.
Αν σκεφτεί κανείς ότι το προσδόκιμο επιβίωσης των Ελληνίδων είναι σήμερα τα 82 έτη, γίνεται αντιληπτό ότι η Ελληνίδα περνάει πάνω από το 1/3 της ζωής της σε εμμηνόπαυση.
Τα κύρια εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα, τα οποία οφείλονται στην έλλειψη οιστρογόνων, είναι οι εξάψεις, οι νυχτερινές εφιδρώσεις και οι αϋπνίες. Στα συμπτώματα αυτά έρχεται να προστεθεί ο πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, αποτέλεσμα της ατροφίας του κολπικού επιθηλίου. Τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα έχουν τη μεγαλύτερή τους ένταση 1 χρόνο μετά την οριστική διακοπή της εμμηνορρυσίας και διαρκούν κατά μέσο όρο για 2 χρόνια. Οπως φάνηκε από ελληνική μελέτη, η παρουσία εξάψεων συσχετίζεται και με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς γυναίκες με εξάψεις παρουσιάζουν σημαντική δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων, ενώ γυναίκες χωρίς εξάψεις έχουν φυσιολογική αγγειακή ενδοθηλιακή λειτουργία (Bechlioulis, Kalantaridou, Naka et al. J Clin Endocrinol Metab 2010; 95: 1199). Η ίδια ερευνητική ομάδα έδειξε ότι, στις γυναίκες με εξάψεις, η ορμονική θεραπεία βελτιώνει τις εξάψεις και αποκαθιστά στο φυσιολογικό την αγγειακή ενδοθηλιακή λειτουργία (Bechlioulis, Naka, Kalantaridou et al. Maturitas 2012; 71: 389).
Η θεραπευτική προσέγγιση μιας εμμηνοπαυσιακής γυναίκας στοχεύει στη βελτίωση του τρόπου ζωής της με σωστή διατροφή, άσκηση και μείωση (ή καλύτερα διακοπή) του καπνίσματος. Κύριο μέλημα του γιατρού της θα πρέπει να είναι και η ανακούφισή της από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής της σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή από πλευράς φυσιολογικών και ψυχολογικών αλλαγών. Ο ιδανικός χρόνος έναρξης της θεραπείας είναι κατά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, εφ’όσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις. Η διάρκεια της αγωγής πρέπει να εξατομικεύεται και να προσαρμόζεται ανάλογα με τα συμπτώματα, την ανάγκη για πρόληψη των μακροχρόνιων επιπλοκών της εμμηνόπαυσης καθώς και την επιθυμία της κάθε γυναίκας.
Τον Ιανουάριο 2014, το Αμερικάνικο Κολλέγιο Μαιευτήρων-Γυναικολόγων δημοσίευσε νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων (ACOG Committee Opinion 141, Obstet Gynecol 2014; 123: 202). Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, στις γυναίκες με φυσιολογική ή χειρουργική εμμηνόπαυση μετά το 45ο έτος της ηλικίας, η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης είναι η πλέον αποτελεσματική θεραπεία για τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα. Επίσης η ορμονική θεραπεία συστήνεται σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης, ειδικά εάν συνυπάρχουν εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.
Σήμερα η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ορμονικών προϊόντων και οδών χορήγησης, με διαφορετικούς κινδύνους και οφέλη. Συνιστάται να χορηγείται «η μικρότερη δοσολογία» που προσφέρει ανακούφιση από τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα και για το «συντομότερο χρονικό διάστημα». Η χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης αντενδείκνυται σε γυναίκες με ορμονοεξαρτώμενους όγκους (καρκίνο του μαστού ή καρκίνο του ενδομητρίου), με θρομβοεμβολική νόσο, με ηπατική νόσο, καθώς και σε γυναίκες με αδιάγνωστη αιμορραγία από τα γεννητικά όργανα.
Ο κίνδυνος
Πριν ξεκινήσει μια εμμηνοπαυσιακή γυναίκα ορμονική θεραπεία θα πρέπει να προηγηθεί ένας κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος, ο οποίος θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε μαστογραφία και έλεγχο για παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Αν και η πρώτη αιτία θανάτου στις γυναίκες είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο μεγαλύτερος φόβος των γυναικών είναι ο καρκίνος του μαστού. Πρέπει να τονιστεί πως όταν η χρήση θεραπείας υποκατάστασης γίνεται για χρονικό διάστημα μικρότερο από 3 χρόνια, ο κίνδυνος για εμφάνιση καρκίνου του μαστού είναι ελάχιστος, καθώς και ότι 3 χρόνια μετά τη διακοπή της θεραπείας, ο κίνδυνος για καρκίνο του μαστού δεν είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τις γυναίκες που δεν έλαβαν ποτέ ορμονική θεραπεία.
Τα νέα επιστημονικά δεδομένα καταλήγουν ομόφωνα στο ότι για τις περισσότερες γυναίκες η ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση, όταν χορηγείται μέσα σε λίγα χρόνια από την εμμηνόπαυση και με σαφείς ενδείξεις, έχει περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους.
Σε κάθε περίπτωση οι αντιπαραθέσεις που παρουσιάζονται στην ιατρική βιβλιογραφία τονίζουν την αναγκαιότητα εξατομίκευσης της ορμονικής θεραπείας. Οι στόχοι για κάθε γυναίκα πρέπει να ιεραρχούνται και ανάλογα να επιλέγεται το καταλληλότερο σκεύασμα, η οδός χορήγησής του, αλλά και οι διάφοροι εναλλακτικοί τρόποι προσέγγισης, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Επειδή οι γνώσεις σήμερα αυξάνονται με καταιγιστικό ρυθμό και οι πληροφορίες προσθέτουν συνεχώς νέα δεδομένα, η συστηματική συνεργασία μεταξύ ιατρού και γυναίκας για την εξεύρεση της ιδανικής κατά περίπτωση αγωγής αποτελεί σε κάθε περίπτωση τη χρυσή τομή.
Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα
Η άσκηση στην εμμηνόπαυση μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα του ύπνου
Η σωματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών του σπιτιού, συνδέεται με καλή ποιότητα ύπνου σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με αγγειοκινητικά συμπτώματα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης από το Τμήμα Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, Πενσυλβάνια.
Οι ερευνητές μελέτησαν τις συνήθειες του ύπνου σε 52 γυναίκες (ηλικίας 54 έως 63 χρόνων). Οι συμμετέχουσες στη μελέτη είχαν όλα τα αγγειοκινητικά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, όπως εξάψεις και νυχτερινή εφίδρωση, ενώ δεν έπαιρναν ούτε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης ούτε αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (αντικαταθλιπτικά φάρμακα).
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η σωματική δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο σχετιζόταν με σημαντικά περισσότερες αυτο-αναφορές καλής ποιότητας ύπνου, ενώ και η εντονότερη ενασχόληση με το νοικοκυριό συνδέθηκε με καλύτερο ύπνο, ο οποίος συμπεριελάμβανε λιγότερες αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι η ενασχόληση με το νοικοκυριό σχετιζόταν με ευνοϊκότερα χαρακτηριστικά του ύπνου κυρίως μεταξύ των λευκών και μη παχύσαρκων γυναικών.
Για την εκτίμηση των επιπέδων δραστηριότητας, οι γυναίκες ρωτήθηκαν για τη συχνότητα, τη διάρκεια και την ένταση των δυο πιο συχνών δραστηριοτήτων στον ελεύθερο χρόνο τους και τους ζητήθηκε να προσδιορίσουν πόσο χρόνο δαπανούσαν για τη φροντίδα, την προετοιμασία και τον καθαρισμό μετά από τα γεύματα, και την εκτέλεση ήπιας, μέτριας ή έντονης καθαριότητας.
Προηγούμενες μελέτες έχουν εξετάσει τη σωματική δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο και όχι τις δραστηριότητες των νοικοκυριών, ενώ άλλες μελέτες που εξετάζουν τη σχέση της φυσικής δραστηριότητας με τον ύπνο δεν επικεντρώνονται στις γυναίκες με αγγειοκινητικά συμπτώματα.
“Παρά το γεγονός ότι έχουμε υποθέσει ότι η σωματική δραστηριότητα μπορεί να είναι επωφελής για τον ύπνο, είναι επίσης πιθανό ο καλύτερος ύπνος να ωθεί τις γυναίκες να είναι σωματικά περισσότερο δραστήριες,” καταλήγουν οι ερευνητές.
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα
Ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση: οδηγίες
Τα τελευταία 10 χρόνια σημειώθηκε μεγάλη σύγχυση σχετικά με τη χρήση της ορμονικής θεραπείας στην εμμηνόπαυση (ΟΘΕ). Νέα στοιχεία αμφισβήτησαν προηγουμένως αποδεκτές κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες, ιδίως σχετικά με την ασφάλεια και την πρόληψη των ασθενειών. Σαν αποτέλεσμα, πολλές γυναίκες στερήθηκαν χωρίς λόγο την ορμονική θεραπεία.
Η Διεθνής Εταιρεία Εμμηνόπαυσης (IMS), σε συνεργασία με πολλές άλλες επιστημονικές εταιρείες, εξέδωσαν μια από κοινού δήλωση – συναίνεση σχετικά με την ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση, με σκοπό να ενημερώσουν και να ενισχύσουν τις γυναίκες και τους επαγγελματίες υγείας γύρω από την κατάλληλη εφαρμογή της ΟΘΕ. Παραθέτουμε τα βασικά σημεία της δήλωσης:
Η ορμονική θεραπεία είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τα αγγειοκινητικά συμπτώματα που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά τα οφέλη είναι πιο πιθανό να υπερτερούν των κινδύνων για γυναίκες πριν από την ηλικία των 60 ετών ή εντός των πρώτων 10 ετών μετά την εμμηνόπαυση.
- Η ΟΘΕ είναι αποτελεσματική και κατάλληλη για την πρόληψη των καταγμάτων που σχετίζονται με την οστεοπόρωση σε υψηλού κινδύνου γυναίκες πριν την ηλικία των 60 ετών ή μέσα σε 10 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση.
- Τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες, μελέτες παρατήρησης, καθώς και δεδομένα από μετα-αναλύσεις έχουν προσκομίσει ενδείξεις ότι η μονοθεραπεία με οιστρογόνα στις συνήθεις δόσεις ενδέχεται να μειώνει τη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο και από κάθε αιτία σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 60 ετών και εντός 10 χρόνων από την εμμηνόπαυση.
- Η τοπική θεραπεία με χαμηλής δόσης οιστρογόνα προτιμάται για τις γυναίκες, των οποίων τα συμπτώματα περιορίζονται σε κολπική ξηρότητα ή σχετιζόμενη δυσφορία κατά τη σεξουαλική επαφή.
- Τα οιστρογόνα, ως μονοθεραπεία, είναι κατάλληλα σε γυναίκες μετά από υστερεκτομή, αλλά απαιτείται επιπλέον προγεσταγόνο σε παρουσία μήτρας.
- Η επιλογή της ΟΘΕ είναι μια εξατομικευμένη απόφαση όσον αφορά στην ποιότητα ζωής και τις προτεραιότητες στην υγεία, καθώς και σε προσωπικούς παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία, ο χρόνος από την εμμηνόπαυση και ο κίνδυνος φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου, ισχαιμικής καρδιοπάθειας και καρκίνου του μαστού.
- Ο κίνδυνος φλεβικής θρομβοεμβολής και ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου αυξάνεται με την από του στόματος ΟΘΕ, αλλά ο απόλυτος κίνδυνος είναι σπάνιος κάτω από την ηλικία των 60 χρόνων. Οι μελέτες παρατήρησης δείχνουν χαμηλότερο κίνδυνο με τη διαδερμική θεραπεία.
- Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες άνω των 50 ετών που σχετίζεται με την ΟΘΕ είναι ένα περίπλοκο θέμα. Ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του μαστού σχετίζεται πρωτίστως με την προσθήκη ενός προγεσταγόνου στη θεραπεία με οιστρογόνα και με τη διάρκεια της χρήσης.
Ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού που οφείλεται στην ορμονική θεραπεία της εμμηνόπαυσης είναι μικρός και μειώνεται μετά τη διακοπή της αγωγής.
- Η δόση και η διάρκεια της ΟΘΕ πρέπει να είναι συνεπείς με τους στόχους και την ασφάλεια της θεραπείας και θα πρέπει να εξατομικεύεται.
- Σε γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, η συστηματική ΟΘΕ συνιστάται τουλάχιστον μέχρι την μέση ηλικία της φυσιολογικής εμμηνόπαυσης.
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα