Ενδοκρινικοί διαταράκτες: μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Πολλές συνθετικές χημικές ουσίες, που δεν έχουν δοκιμαστεί για τις δυσμενείς επιπτώσεις τους στο ορμονικό σύστημα, θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία, σύμφωνα με μια νέα, από κοινού έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Η από κοινού έκθεση καλεί την επιστημονική κοινότητα για περισσότερη έρευνα ώστε να κατανοηθούν πλήρως οι συσχετισμοί μεταξύ των ενδοκρινικών διαταρακτών (ΕΔ), οι οποίοι βρίσκονται σε πολλά οικιακά και βιομηχανικά προϊόντα, και συγκεκριμένων νοσημάτων και διαταραχών.
Ορισμένες ουσίες, γνωστές ως ενδοκρινικοί διαταράκτες, μπορεί να μεταβάλουν τη λειτουργία του ορμονικού συστήματος αυξάνοντας τον κίνδυνο δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία.
Η ανθρώπινη υγεία εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος μέσω της απελευθέρωσης ορισμένων ορμονών που είναι απαραίτητες για διάφορες λειτουργίες όπως το μεταβολισμό, την ανάπτυξη, τον ύπνο και τη διάθεση. Μερικές ουσίες, οι οποίες μπορούν να αλλάξουν το ορμονικό σύστημα (ενδοκρινικοί διαταράκτες), απαντώνται στη φύση, ενώ συνθετικές ουσίες μπορούν να βρεθούν στα φυτοφάρμακα, τις ηλεκτρονικές συσκευές, τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας και τα καλλυντικά. Μπορούν επίσης να βρεθούν ως πρόσθετα ή προσμείξεις στα τρόφιμα.
Η μέχρι σήμερα πιο ολοκληρωμένη αναφορά σχετικά με τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, αναδεικνύει κάποιες συσχετίσεις μεταξύ της έκθεσης σε αυτές τις ουσίες και διαφόρων προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης της κρυψορχίας σε νέους άνδρες, του καρκίνου του μαστού στις γυναίκες, του καρκίνου του προστάτη, αναπτυξιακών επιδράσεων στο νευρικό σύστημα στα παιδιά και καρκίνων των ενδοκρινών αδένων, όπως του θυρεοειδούς.
Ο άνθρωπος μπορεί να εκτεθεί με πολλούς τρόπους στους ενδοκρινικούς διαταράκτες.
Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορούν να εισέλθουν στο περιβάλλον, κυρίως μέσω βιομηχανικών και αστικών λυμάτων, γεωργικών απορροών και της καύσης ή της απόρριψης αποβλήτων. Η έκθεση του ανθρώπου μπορεί να συμβεί μέσω της κατανάλωσης τροφής και νερού, εισπνοής αερίων και σωματιδίων και της επαφής με το δέρμα.
“Τα χημικά προϊόντα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής και στηρίζουν πολλές εθνικές οικονομίες, αλλά η σαθρή διαχείρισή τους απειλεί την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης για όλους”, είπε ο Εκτελεστικός Διευθυντής του UNEP, Achim Steiner, ενώ πρόσθεσε ότι “το επενδύειν σε νέες μεθόδους έρευνας μπορεί να ενισχύσει την κατανόηση του κόστους από την έκθεση στους ενδοκρινικούς διαταράκτες και να συμβάλει στη μείωση των κινδύνων, μεγιστοποιώντας τα οφέλη και αναδεικνύοντας πιο έξυπνες επιλογές και εναλλακτικές λύσεις που αντανακλούν τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία”.
“Χρειαζόμαστε επειγόντως περισσότερη έρευνα για να αποκτήσουμε μια πληρέστερη εικόνα των επιπτώσεων των ενδοκρινικών διαταρακτών στην υγεία και το περιβάλλον. ” Dr Maria Neira, Διευθύντρια του ΠΟΥ για τη Δημόσια Υγεία και το Περιβάλλον “Έχουμε όλοι την ευθύνη για την προστασία των μελλοντικών γενεών.”
Εκτός από την έκθεση σε χημικές ουσίες, και άλλοι περιβαλλοντικοί και μη-γενετικοί παράγοντες, όπως η ηλικία και η διατροφή, θα μπορούσαν να είναι μεταξύ των αιτίων για τις πιθανές παρατηρούμενες αυξήσεις στα νοσήματα ή τις διάφορες διαταραχές. Αλλά, το να επισημάνουμε με ακρίβεια τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι εξαιρετικά δύσκολο λόγω του μεγάλου κενού γνώσης που υπάρχει. Οι έρευνες δείχνουν τόσο ότι κοινότητες σε όλο τον κόσμο εκτίθενται σε ενδοκρινικούς διαταράκτες όσο και τους συναφείς κινδύνους τους. Ο ΠΟΥ θα συνεργαστεί με τους εταίρους για να ερευνήσει τις σχέσεις των ενδοκρινικών διαταρακτών με την ανθρώπινη υγεία, προκειμένου να μετριαστούν οι κίνδυνοι.
Η έκθεση θέτει επίσης παρόμοιες ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των ενδοκρινικών διαταρακτών στην πανίδα. Η υπογονιμότητα, αλλά και άλλες ανωμαλίες σε είδη τόσο στην ξηρά (π.χ. ελάφια) όσο και τη θάλασσα (θαλάσσιοι λέοντες) μπορεί επίσης να είναι εν μέρει λόγω της έκθεσής τους σε διάφορα μίγματα PCBs, στο εντομοκτόνο DDT, άλλους οργανικούς ρύπους, αλλά και μέταλλα όπως ο υδράργυρος. Εν τω μεταξύ, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί σχετικά με τη χρήση των ενδοκρινικών διαταρακτών έχουν συσχετιστεί με την ανάκαμψη των πληθυσμών άγριας ζωής και τη μείωση των προβλημάτων υγείας.
Η μελέτη κάνει μια σειρά από συστάσεις για τη βελτίωση της παγκόσμιας γνώσης γι’ αυτές τις χημικές ουσίες, τη μείωση των πιθανών κινδύνων και των σχετικών δαπανών. Αυτές περιλαμβάνουν:
- Δοκιμές: Οι γνωστοί ΕΔ είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» και απαιτούνται πιο ολοκληρωμένες μέθοδοι ελέγχου για τον εντοπισμό και άλλων πιθανών ενδοκρινικών διαταρακτών, τις πηγές τους καθώς και τους τρόπους έκθεσης.
- Έρευνα: Απαιτούνται περισσότερα επιστημονικά στοιχεία για τον προσδιορισμό των επιπτώσεων των συνδυασμών των ΕΔ στον άνθρωπο και την άγρια πανίδα (κυρίως από βιομηχανικά υποπροϊόντα).
- Αναφορές: Πολλές πηγές ΕΔ είναι άγνωστες, λόγω των ανεπαρκών αναφορών και πληροφοριών σχετικά με τις χημικές ουσίες στα προϊόντα, υλικά και αγαθά.
- Συνεργασίες: Η ανταλλαγή περισσότερων δεδομένων μεταξύ των επιστημόνων και μεταξύ των χωρών μπορεί να καλύψει το κενό δεδομένων, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις αναδυόμενες οικονομίες.
“Η έρευνα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια και δείχνει ότι η ενδοκρινική διατάραξη είναι πολύ πιο εκτεταμένη και περίπλοκη από ό,τι είχαμε συνειδητοποιήσει πριν από μια δεκαετία”, δήλωσε ο καθηγητής Åke Bergman του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και Αρχισυντάκτης της έκθεσης. “Καθώς η επιστήμη συνεχίζει να προοδεύει, είναι καιρός τόσο για τη διαχείριση των χημικών ενδοκρινικών διαταρακτών όσο και για περαιτέρω έρευνα σχετικά με την έκθεση και τις επιπτώσεις αυτών των χημικών ουσιών στην άγρια ζωή και τους ανθρώπους.”
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά