Υποθυρεοειδισμός πριν την κύηση, TSH & κίνδυνος αποβολής
Οι γυναίκες που λαμβάνουν λεβοθυροξίνη (Τ4) σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να ρυθμίζουν την TSH πριν από τη σύλληψη για την πρόληψη του υποθυρεοειδισμού κατά το πρώτο τρίμηνο.
Η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς σχετίζεται με δυσμενή μαιευτικά αποτελέσματα, ενώ υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με την έκβαση της εγκυμοσύνης στις γυναίκες που ήδη λαμβάνουν Τ4 κατά τη στιγμή της σύλληψης.
Ο στόχος της μελέτης που δημοσιεύτηκε στην Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism ήταν να καθοριστεί η σχέση μεταξύ των επιπέδων TSH και της έκβασης της εγκυμοσύνης σε γυναίκες που ελάμβαναν Τ4 σε μια μεγάλη βάση δεδομένων στην κοινότητα.
Συνολικά 55.501 γυναίκες, που είχαν λάβει την πρώτη συνταγή τους με Τ4 από το 2001 έως το 2009 εντοπίστηκαν στις βάσεις δεδομένων του Ηνωμένου Βασιλείου (πληθυσμός, 5 εκατομμύρια). Από αυτές, οι συγγραφείς εντόπισαν 7.978 γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία (18 έως 45 ετών) και 1.013 κυήσεις, στις οποίες η θεραπεία με Τ4 ξεκίνησε τουλάχιστον 6 μήνες πριν από τη σύλληψη. Τα κύρια μέτρα έκβασης ήταν η TSH ορού, η αποβολή/τρόπος γέννησης και η μαιευτική έκβαση.
Μεταξύ των εγκύων γυναικών που μέτρησαν την TSH κατά το πρώτο τρίμηνο, το 62,8% είχε TSH μεγαλύτερη από 2,5 mIU/L (συνιστάται ως το ανώτερο επίπεδο στο πρώτο τρίμηνο) και 7,4% είχε TSH μεγαλύτερη από 10 mIU/L. Οι γυναίκες με TSH μεγαλύτερη από 2,5 mIU/L κατά το πρώτο τρίμηνο είχαν αυξημένο κίνδυνο αποβολής σε σύγκριση με τις γυναίκες με TSH από 0,2 έως 2,5 mIU/L. Ο κίνδυνος αποβολής αυξήθηκε σε γυναίκες με TSH από 4,51 έως 10 mIU/L και TSH μεγαλύτερη από 10 mU/L, αλλά όχι σε εκείνες με TSH από 2,51 έως 4,5 mIU/L.
Η πλειοψηφία των γυναικών με υποθυρεοειδισμό που ήδη λαμβάνουν λεβοθυροξίνη (Τ4) πριν την κύηση έχουν επίπεδα TSH πάνω από τα συνιστώμενα (<2,5 mIU/L) με μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής σε επίπεδα άνω των 4,5 mIU/L. Φαίνεται ότι υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη να βελτιωθεί η επάρκεια της υποκατάστασης των ορμονών του θυρεοειδούς στην αρχή της εγκυμοσύνης.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Οι εγκυμοσύνες σε γυναίκες με δυσλειτουργία του θυρεοειδούς και/ή ευθυρεοειδική αυτοάνοση νόσο του θυρεοειδούς είναι γνωστό ότι διατρέχουν τον κίνδυνο μαιευτικών, μητρικών και περιγεννητικών επιπλοκών και μειωμένης νευρολογικής ανάπτυξης των νεογνών. Οι κατευθυντήριες οδηγίες από την Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, την Αμερικανική Εταιρεία Θυρεοειδούς (ΑΤΑ) και την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Θυρεοειδούς προτείνουν τον έλεγχο της λειτουργίας του θυρεοειδή (TSH και FT4) “νωρίς στην εγκυμοσύνη» σε γυναίκες με παράγοντες κινδύνου για νόσο του θυρεοειδούς. Αν δεν υπάρχουν καθορισμένα επίπεδα αναφοράς για την TSH ανά τρίμηνο, συνιστώνται τα ακόλουθα ανώτερα φυσιολογικά επίπεδα αναφοράς: πρώτο τρίμηνο <2,5 mIU/L και για το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο <3,0 mIU/L. Οι κατευθυντήριες οδηγίες από την Ενδοκρινολογική Εταιρεία, επιπλέον, προτείνουν ότι “όλες οι γυναίκες που σκέφτονται να μείνουν έγκυες με γνωστή δυσλειτουργία του θυρεοειδούς και λήψη λεβοθυροξίνης (Τ4) θα πρέπει να ελέγχονται για μη φυσιολογικές συγκεντρώσεις TSH πριν από την εγκυμοσύνη ή να επικοινωνούν με τον γιατρό τους αμέσως μετά από μια χαμένη έμμηνο ρύση ή υποψία εγκυμοσύνης ώστε να ελεγχθεί η TSH στον ορό.
“Δύο ομάδες γυναικών βρίσκονται σε κίνδυνο για υποθυρεοειδισμό νωρίς στην εγκυμοσύνη: (α) τα άτομα με ευθυρεοειδική χρόνια θυρεοειδίτιδα (5-15% σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας) και (β) γυναίκες σε θεραπεία υποκατάστασης του θυρεοειδούς, από τις οποίες το 35-50% έχουν μια αύξηση της TSH συμβατή με κλινικό ή υποκλινικό υποθυρεοειδισμό όταν αξιολογούνται για πρώτη φορά στο πρώτο τρίμηνο.
Σε μια μελέτη των Abalovich και συνεργατών, σε μια ομάδα γυναικών σε θεραπεία με Τ4 και TSH ορού <1,2 mIU/L μέσα σε 6 μήνες πριν από τη σύλληψη, το 82% από αυτές είχαν TSH <2.5 mIU/L, όταν ελέγχθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο.
Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη βασισμένη στον πληθυσμό μελέτη των έκβασεων της εγκυμοσύνης στις γυναίκες σε μακροχρόνια θεραπεία λεβοθυροξίνης (αντίθετα με προηγούμενο άρθρο μας που αναφέρεται σε πρωτοδιαγνωσθέντα υποθυρεοειδισμό κατά την κύηση). Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν εγκυμοσύνες που προέκυψαν τουλάχιστον 6 μήνες μετά την έναρξη της λεβοθυροξίνης. Τα επίπεδα TSH του πρώτου τριμήνου χωρίστηκαν σε πέντε κατηγορίες: (1) μικρότερη από 0,2 mIU/L (2) 0,2 – 2,50 mIU/L (3) 2,51 – 4,50 mIU/L (4) 4,51 – 10 mIU/L και (5) μεγαλύτερη από 10 mIU/L. Οι παρατηρήσεις τους μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:
(α) Πρώτον τρίμηνο: TSH > 2,5 mIU/L παρατηρήθηκε στο 62,8% των γυναικών, > 4.50 mIU/L σε 29,1% και > 10 mIU/L σε 7,41%.
(β) Κίνδυνος αποβολής: TSH από 0,2 έως 2,5 mIU/L, 17% (17% στον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου), TSH > 4,5 mIU/L, 30% και TSH > 10 mIU/L, 41,5%.
(γ) Δεν παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των πιθανοτήτων αποβολής σε γυναίκες με επίπεδα TSH από 2,51 έως 4,5 mIU/L.
(δ) Οι γυναίκες με παροδική καταστολή της TSH (5,1%) δεν έχουν καμία αύξηση στις πιθανότητες αποβολής.
Σε μια προηγούμενη μελέτη, επιβεβαιώθηκε η υψηλή συχνότητα εμφάνισης υποκλινικού υποθυρεοειδισμού στην εγκυμοσύνη, ακόμη και όταν αξιολογήθηκε για πρώτη φορά μεταξύ 4 και 8 εβδομάδων της κύησης, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ομαλοποίηση της TSH ενδεχομένως επιτυγχάνεται πολύ αργά κατά την εγκυμοσύνη για να μπορέσουν να αποτραπούν οι αποβολές (σ.σ. αν μπορέσουν).
Οι ερευνητές της παρούσας μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει “επείγουσα ανάγκη για τη βελτίωση της φροντίδας των γυναικών σε θεραπεία με Τ4 κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας τους”. Αυτή η συμβουλή θα πρέπει επίσης να επεκταθεί και σε γυναίκες με νόσο του Graves (σχεδιασμός της εγκυμοσύνης τους, χρ’ηση μεθόδων αντισύλληψης κατά τη διάρκεια της ενεργού νόσου, πιθανή εμβρυοτοξικότητα των αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, αξιολόγηση και ερμηνεία των αντισωμάτων του υποδοχέα του θυρεοειδούς), προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάλληλη θεραπεία πριν από την κύηση για μια γυναίκα με νόσο του Graves.
Από την άλλη, μέχρι σήμερα, υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι η θεραπεία με Τ4 των εγκύων γυναικών με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, μεμονωμένη υποθυροξιναιμία ή θυρεοειδική αυτοανοσία είναι ευεργετική. Αν και δεν υπάρχει διαθέσιμη βιβλιογραφία για το όποιο όφελος της διατήρησης της ευθυρεοειδικής κατάστασης κατά τη διάρκεια της κύησης σε γυναίκες υπό αγωγή με Τ4 για την πρόληψη των επιπλοκών της εγκυμοσύνης,
είναι λογικό αυτή τη στιγμή να θέσουμε ως στόχο μια TSH κοντά στο 1 mIU/L κατά τη στιγμή της σύλληψης
(εξαιρουμένων των γυναικών με καρκίνο του θυρεοειδούς), προκειμένου να μπορεί να ωφεληθεί η έκβαση της εγκυμοσύνης.
Πηγή: Clinical Thyroidology
- Δημοσιεύθηκε στο Θυρεοειδής
Υπερθεραπεύονται οι ασθενείς με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό;
Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία ότι αρκετοί ασθενείς με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό λαμβάνουν μεγάλες δόσεις λεβοθυροξίνης (L-Τ4 ή Τ4), ένα πρόβλημα που παρατηρείται τόσο στο πλαίσιο της εξειδικευμένης, αλλά και της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Τα υψηλά επίπεδα των κυκλοφορούντων θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο της κολπικής μαρμαρυγής και της ευθραυστότητας των οστών, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Για τους ασθενείς που έχουν φυσιολογικά επίπεδα ελεύθερης θυροξίνης (FT4) και των οποίων η θυρεοτρόπος ορμόνη (TSH) είναι πάνω από το ανώτερο φυσιολογικό όριο αλλά κάτω από 10 mU/L, η Αμερικανική Εταιρεία Θυρεοειδούς συνιστά να εξεταστεί η θεραπεία εάν υπάρχουν συμπτώματα που υποδηλώνουν υποθυρεοειδισμό, θετικός τίτλος anti – TPO αντισωμάτων, ενδείξεις αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου, καρδιακής ανεπάρκειας ή συναφών παραγόντων κινδύνου για αυτές τις ασθένειες.
Οι βρετανικές κατευθυντήριες οδηγίες υποδεικνύουν ότι αν έχουν πραγματοποιηθεί εξετάσεις της λειτουργίας του θυρεοειδή για μη ειδικά συμπτώματα σε ένα φυσιολογικό υγιή ενήλικα και η TSH είναι μεταξύ 4 και 10mU/L, αλλά η FT4 είναι φυσιολογική, δε συνιστάται η χορήγηση L-T4 ως θεραπεία ρουτίνας. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει επανάληψη των εξετάσεων σε 3 έως 6 μήνες, αφού αποκλειστούν η μη-θυρεοειδική νόσος και η επίδραση φαρμάκων. Εάν τα αποτελέσματα των επαναληπτικών εξετάσεων είναι παρόμοια με τα πρώτα και αν ο τίτλος των αντισωμάτων είναι φυσιολογικός, το μόνο που απαιτείται είναι επανάληψη της TSH κάθε 3 χρόνια.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως τα τελευταία χρόνια της “κρίσης” και στην Ελλάδα, οι γιατροί της πρωτοβάθμιας περίθαλψης (Γενικοί Ιατροί & Παθολόγοι) φροντίζουν τους περισσότερους ασθενείς που λαμβάνουν L-T4 για υποθυρεοειδισμό. Ένα ηλεκτρονικό μητρώο ασθενών με νόσο του θυρεοειδούς βοηθά τους γιατρούς στην παρακολούθηση όσων ασθενών με υποθυρεοειδισμό λαμβάνουν L-Τ4 και εξασφαλίζει ότι οι γιατροί ελέγχουν τη λειτουργία του θυρεοειδή σε αυτούς τους ασθενείς κάθε 12 μήνες.
Η παρούσα μελέτη αξιολόγησε το εάν και κατά πόσο η εφαρμογή αυτών των πρακτικών στόχων επηρέασε τη συνταγογραφική συμπεριφορά των ιατρών και εάν και κατά πόσον αυτή η πολιτική μπορεί να είχε απρόβλεπτες συνέπειες.
Περίπου 52.000 ασθενείς εντοπίστηκαν στη βάση δεδομένων μεταξύ 2001 – 2009, στους οποίους χορηγήθηκε μια αρχική συνταγή εντός 90 ημερών από την ημερομηνία προσδιορισμού της TSH. Τα επίπεδα της TSH, οι συνταγές λεβοθυροξίνης και τα επόμενα επίπεδα TSH αναλύθηκαν κάθε 6 μήνες έως 5 έτη.
Η διάμεσος TSH για την οποία ένας καινούριος ασθενής έλαβε L-Τ4 μειώθηκε σταθερά κατά τη διάρκεια της μελέτης, από 8,7 mU/L το 2001 σε 7,9 mU/L το 2009. Με λίγα λόγια, η πιθανότητα να λάβει κάποιος θεραπεία με L-T4 για υποκλινικό υποθυρεοειδισμό αυξήθηκε κατά 30% περίπου μέσα σε μια δεκαετία (OR = 1,30 , 95% CI, 1,19 έως 1,42 , P < 0,001). Το 2001, το 42% των ασθενών είχαν TSH πάνω από 10 mU/L έναντι μόνο του 36% το 2009 (P < 0,001). Είναι εντυπωσιακό ότι το 83% από όσους έλαβαν θεραπεία είχαν φυσιολογική ελεύθερη Τ4. Είναι αλήθεια ότι εκείνοι που έλαβαν L-T4, παρά το ότι είχαν φυσιολογική FT4, ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία και είχαν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά η πλειοψηφία δεν είχε ιστορικό υπέρτασης, διαβήτη ή αυξημένα λιπίδια ούτε είχαν συμπτώματα συμβατά με υποθυρεοειδισμό.
Μετά από 6 έως 12 μήνες θεραπείας, το 2,7% των ασθενών είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα TSH (< 0,1 mU/L), ενώ μετά από περίπου 5 χρόνια, αυτό το ποσοστό είχε υπερδιπλασιαστεί (5,8%)! Επιπλέον, το ποσοστό των ασθενών με TSH μεταξύ 0,1 mU/L και 0,5 mU/L αυξήθηκε από 6,3% μετά από 6 έως 12 μήνες σε 10,2% μετά από 5 χρόνια θεραπείας. Οι ασθενείς που ανέφεραν κόπωση ή κατάθλιψη πριν από την πρώτη συνταγή L-Τ4 είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να έχουν καταστολή της TSH στα 5 χρόνια, όπως και οι γυναίκες των οποίων η αρχική TSH ήταν είτε κάτω από 4 mU/L ή πάνω από 10 mU/L. Παρά το γεγονός ότι τα άτομα με παράγοντες κινδύνου καρδιακής νόσου ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν κατεσταλμένα επίπεδα TSH, περισσότερο από το 10% των ασθενών με παράγοντες κινδύνου καρδιακής νόσου είχε τελικά χαμηλή TSH. Ο “κίνδυνος” να δοθεί μια νέα συνταγή για TSH μεταξύ 4 και 10 mU/L ήταν μεγαλύτερος σε άτομα ηλικίας 80 έως 100 ετών.
Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα αυξημένα επίπεδα T4/FΤ4 φαίνεται να υπερβαίνουν τους κινδύνους που έχει μια TSH μεταξύ 4 και 10 mU/L.
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο για υπερθεραπεία δεδομένου ότι το ανώτατο όριο του φυσιολογικού τους για τα επίπεδα της TSH είναι ελαφρώς υψηλότερο από ό,τι σε νεότερους ασθενείς. Μια ανασκόπηση σε 3.900 ευθυρεοειδικούς Αυστραλούς άνδρες άνω των 70 ετών διαπίστωσε ότι εκείνοι των οποίων η ελεύθερη Τ4 (FT4) ήταν φυσιολογική, αλλά στο υψηλότερο τεταρτημόριο, είχαν 20% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν πεθάνει μετά από 6 χρόνια παρακολούθησης. Αντίθετα, δεν υπήρχε καμία συσχέτιση της θνησιμότητας με τα επίπεδα της TSH, όταν αυτά ήταν εντός του φυσιολογικού εύρους.
Τι οδηγεί σε υπερβολική θεραπεία των ασθενών με υποθυρεοειδισμό;
Οι ασθενείς, οι οποίοι ανέφεραν κόπωση και κατάθλιψη κατά την έναρξη της θεραπείας σε αυτή τη μελέτη, είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να έχουν κατεσταλμένη TSH στο τέλος της μελέτης, ίσως επειδή ζήτησαν επιπλέον L-T4 για να τους κάνει να αισθάνονται λιγότερο ληθαργικοί ή λιγότερο καταθλιπτικοί. Σε άλλες περιπτώσεις, η πτώση των επιπέδων της TSH, η αδυναμία του ασθενούς να προβεί σε μια προγραμματισμένη ή επαναληπτική εξέταση αίματος, κάποια αλλαγή στη φαρμακευτική αγωγή, συνοδές παθολογικές καταστάσεις ή αλλαγές στη διατροφή που μπορεί να έχουν ελαττώσει τις ανάγκες ενός ασθενούς σε λεβοθυροξίνη μπορεί να έχουν διαφύγει της προσοχής του ιατρού.
Σπάνια, ένας ασθενής με υποθυρεοειδισμό μπορεί να μεταπέσει σε υπερθυρεοειδισμό, λόγω της δράσης διεγερτικών θυρεοειδικών αντισωμάτων. Ομοίως, ένας νέος θερμός όζος μπορεί να μετατρέψει τον υποθυρεοειδισμό σε υπερθυρεοειδισμό. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η ποσότητα της απαιτούμενης L-T4 συσχετίζεται με την άλιπη μάζα του σώματος, η οποία τείνει να μειώνεται με την ηλικία.
Είναι ενδιαφέρον ότι σχεδόν το 10% των ασθενών δεν ελάμβαναν L-Τ4 κατά το τέλος της μελέτης. Στο ένα τρίτο των ασθενών με TSH μεταξύ 4 και 10 mU/L, μόνο μια φορά είχε γίνει έλεγχος πριν δοθεί η θεραπεία. Έτσι, μερικοί από τους ασθενείς μπορεί στην πραγματικότητα να είχαν ανωμαλίες της λειτουργίας του θυρεοειδούς που αντανακλούσαν μη-θυρεοειδική νόσο. Επιπλέον, δεν είναι ασυνήθιστο τα ελαφρώς αυξημένα επίπεδα της TSH σε ηλικιωμένους ασθενείς να εξομαλύνονται χωρίς καμία παρέμβαση.
Μέχρι να υπάρξουν περισσότερα αποτελέσματα από ελεγχόμενες,προοπτικές, τυχαιοποιημένες μελέτες της θεραπείας ασθενών με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, οι ιατροί θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σχετικά με την υπερθεραπεία με L-Τ4.
Καλή Χρονιά!
Πηγή: Clinical Thyroidology
- Δημοσιεύθηκε στο Θυρεοειδής
Υποθυρεοειδισμός & κύηση: ποια είναι η βέλτιστη αρχική δόση Τ4;
Μια νέα μελέτη έρχεται να προσφέρει σημαντική βοήθεια στους Ενδοκρινολόγους ως προς την επιλογή της βέλτιστης αρχικής δόσης λεβοθυροξίνης (LT4 ή, κοινώς, Τ4) στις έγκυες γυναίκες που ανακαλύπτονται, για πρώτη φορά, με υποθυρεοειδισμό.
Παρόλο που οι πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες δίνουν τους στόχους της TSH κατά την εγκυμοσύνη, οι δόσεις της λεβοθυροξίνης που απαιτούνται για την επίτευξη των επιπέδων αυτών δεν καθορίζονται, ίσως, με σαφήνεια σημειώνουν οι ερευνητές.
“Η νέα μελέτη παρέχει στον Ενδοκρινολόγο ακριβή προσανατολισμό σχετικά με το πώς να προσεγγίσει τη θεραπεία εγκύων με υποθυρεοειδισμό που διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης“.
Ο Dr Abalovich και οι συνεργάτες του εξηγούν ότι, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι o κλινικός υποθυρεοειδισμός στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, οι συνιστώμενες δόσεις λεβοθυροξίνης για τη συγκεκριμένη ένδειξη ποικίλλουν και βασίζονται σε γνώμες ειδικών. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση του υποκλινικού υποθυρεοειδισμού που εμφανίζεται σε περίπου 2 – 3% των κυήσεων”.
“Οι περισσότερες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι
όταν ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός δεν αντιμετωπίζεται μπορεί να προκαλέσει μαιευτικές επιπλοκές για τη μητέρα και το έμβρυο,
συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που υποδεικνύουν μια πιθανή αρνητική επίδραση στη νευρο-διανοητική ανάπτυξη του παιδιού, αν και αυτό κάπως αμφισβητείται”, συμπληρώνουν.
Οι υφιστάμενες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν τα επίπεδα της ΤSH να είναι ίσα ή χαμηλότερα από 2,5 mIU/L για το πρώτο τρίμηνο της κύησης και ίσα ή χαμηλότερα από 3 mIU/L για τα επόμενα τρίμηνα.
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να προσπαθήσει να εντοπίσει τις κατάλληλες αρχικές δόσεις λεβοθυροξίνης για την ομαλοποίηση των επιπέδων TSH σε γυναίκες με προσφάτως διαγνωσθέντα υποθυρεοειδισμό, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι ερευνητές εξέτασαν αναδρομικά 77 γυναίκες, ηλικίας 18 έως 45 ετών, με υποθυρεοειδισμό που ανακαλύφθηκε πρόσφατα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Συνολικά 64 γυναίκες είχαν υποκλινικό υποθυρεοειδισμό:
- 31 γυναίκες είχαν TSH μεγαλύτερη από 2,5 mIU/L στο 1ο τρίμηνο (ή μεγαλύτερη από 3 mIU/L στο 2ο & 3ο τρίμηνο) έως 4,2 mIU/L (ομάδα 1α) και
- 33 γυναίκες είχαν TSH μεγαλύτερη από 4,2 mIU/L μέχρι 10 mIU/L (ομάδα 1β).
Οι υπόλοιπες 13 γυναίκες είχαν κλινικό υποθυρεοειδισμό, δηλαδή TSH μεγαλύτερη από 10 mIU/L (ομάδα 2).
Όλες οι έγκυες υποβλήθηκαν σε θεραπεία με λεβοθυροξίνη το συντομότερο αφότου διαγνώστηκε ο υποθυρεοειδισμός και παρακολουθήθηκαν κάθε 4 έως 6 εβδομάδες. Η δόση της λεβοθυροξίνης κρίθηκε επαρκής, όταν τα επίπεδα της TSH ήταν χαμηλότερα από 2,5 mIU/L το 1ο τρίμηνο (ή χαμηλότερα από 3 mIU/L στα επόμενα τρίμηνα).
Τα αρχικά επίπεδα της TSH θα πρέπει να κατευθύνουν τη δόση της λεβοθυροξίνης.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι δόσεις λεβοθυροξίνης που απαιτούνται για να επιτευχθούν τα επίπεδα – στόχοι της TSH ποικίλλουν σημαντικά, ανάλογα με τα αρχικά επίπεδα της TSH.
Η τελικώς κατάλληλη δόση λεβοθυροξίνης συνέπεσε με την αρχική στο 89% των γυναικών με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό και στο 77% των γυναικών με κλινικά έκδηλο υποθυρεοειδισμό. Μόνο στο 11 και 23% αντίστοιχα απαιτήθηκαν αναπροσαρμογές. Αφού συνταγογραφήθηκε η κατάλληλη δόση, ο βιοχημικός ευθυρεοειδισμός επιβεβαιώθηκε σε περίπου ίδιο αριθμό εβδομάδων τόσο σε εγκύους με έκδηλο υποθυρεοειδισμό (κατά μέσο όρο σε 5,3 εβδομάδες) όσο και σε εκείνες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό (6 εβδομάδες).
Η υπέρταση της κύησης ήταν η πιο συχνή επιπλοκή στον υποκλινικό υποθυρεοειδισμό και σημειώθηκε σε ποσοστό 7,8% των γυναικών αυτών. Δεν υπήρχαν αποβολές ή πρόωροι τοκετοί.
“Όταν ο υποθυρεοειδισμός ανακαλύπτεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, προτείνουμε την έναρξη της θεραπείας με τις ακόλουθες δόσεις λεβοθυροξίνης: 1,20 μg/kg/ημέρα για υποκλινικό υποθυρεοειδισμό με TSH χαμηλότερη από 4,2 mIU/L, 1,42 μg/kg/ημέρα με TSH μεγαλύτερη από 4,2 έως 10, και 2,33 μg/kg/ημέρα για κλινικό υποθυρεοειδισμό”, σημειώνουν οι ερευνητές.
“Με την προσέγγιση αυτή, οι έγκυες θα επιτύχουν άμεσα κατάσταση ευθυρεοειδισμού, αποφεύγοντας αναπροσαρμογές της δόσης και, κατά πάσα πιθανότητα, μαιευτικούς κινδύνους”, καταλήγουν.
Ευχαριστούμε!
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα, Θυρεοειδής
“Επιλέγοντας σοφά”: 5 συνήθεις, αλλά αμφιλεγόμενες πρακτικές στην Ενδοκρινολογία
Πώς μπορούν οι ασθενείς να πουν αν πραγματικά χρειάζονται μια ιατρική εξέταση; Στο πλαίσιο της εκστρατείας “επιλέγοντας σοφά” (choosing wisely), η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία και η Αμερικανική Εταιρεία Κλινικών Ενδοκρινολόγων ανέπτυξαν μια λίστα με μερικές πρακτικές που είναι μεν συνήθεις, αλλά όχι πάντα απαραίτητες.
Η εκστρατεία “επιλέγοντας σοφά®” έχει ως στόχο να προωθήσει τη συνεργασία μεταξύ γιατρών και ασθενών βοηθώντας τους ασθενείς να επιλέξουν φροντίδα που:
- υποστηρίζεται από αποδεικτικά στοιχεία,
- δεν είναι επανάληψη άλλων δοκιμών ή διαδικασιών που έχουν ήδη εφαρμοστεί,
- δεν βλάπτει και
- είναι πραγματικά απαραίτητη.
1. Αποφύγετε τις πολλαπλές καθημερινές μετρήσεις σακχάρου σε ενήλικες με σταθεροποιημένο διαβήτη τύπου 2 που λαμβάνουν φάρμακα που δεν προκαλούν υπογλυκαιμία.
Όταν ο στόχος του γλυκαιμικού ελέγχου επιτυγχάνεται και τα αποτελέσματα των αυτοελέγχων γίνουν σχετικά προβλέψιμα, το όφελος από την επανειλημμένη επιβεβαίωση είναι μικρό. Υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις, όπως η οξεία φάση μιας νόσου, όταν προστίθενται νέα φάρμακα, όταν υπάρχει σημαντική διακύμανση του σωματικού βάρους, όταν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη αποκλίνει από το στόχο και σε άτομα που χρειάζονται παρακολούθηση για να διατηρήσει τους στόχους. Ο αυτοέλεγχος είναι ευεργετικός όσο συμβάλλει στη μάθηση και την προσαρμογή της θεραπείας.
2. Μη μετράτε την 1,25 – διυδροξυ-βιταμίνη D αν ο ασθενής δεν έχει υπερασβεστιαιμία ή μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Πολλοί επαγγελματίες συγχέονται όταν παραγγέλλουν εξετάσεις της βιταμίνης D. Επειδή η 1,25-διυδροξυ-βιταμίνη D (1,25(ΟΗ)2D) είναι η δραστική μορφή της βιταμίνης D, πολλοί επαγγελματίες πιστεύουν ότι η μέτρηση της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D είναι η ακριβέστερη μέθοδος για την εκτίμηση των αποθεμάτων και της ανεπάρκειας της βιταμίνης D, κάτι που δεν είναι σωστό.
Τα επίπεδα της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D στον ορρό έχουν μικρή ή καμία σχέση με τα αποθέματα βιταμίνης D, αλλά ρυθμίζονται κυρίως από τα επίπεδα της παραθορμόνης, τα οποία με τη σειρά τους ρυθμίζονται από τα επίπεδα ασβεστίου και/ή της βιταμίνης D. Στην ανεπάρκεια βιταμίνης D, τα επίπεδα της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D αυξάνονται, δεν ελαττώνονται.
Η ανεξέλεγκτη παραγωγή της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D (όπως π.χ. στη σαρκοείδωση και τα κοκκιωματώδη νοσήματα) είναι μια ασυνήθιστη αιτία υπερασβεστιαιμίας. Η υποψία τίθεται όταν τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα είναι υψηλά με ταυτόχρονα χαμηλά επίπεδα παραθορμόνης και επιβεβαιώνεται με τη μέτρηση της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D. Το ένζυμο που ενεργοποιεί τη βιταμίνη D παράγεται στο νεφρό, έτσι ώστε τα επίπεδα της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D παρουσιάζουν συχνά ενδιαφέρον σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή πάσχουν από τελικού σταδίου νεφρική νόσο. Υπάρχουν λίγες μόνο άλλες περιπτώσεις, στις οποίες θα μπορούσε να ήταν, αν είναι, χρήσιμη η μέτρηση των επιπέδων 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D.
Τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνης D (25(ΟΗ)D) στον ορό μπορεί να ελέγχονται περισσότερο συχνά απ’ ό,τι θα έπρεπε, αλλά όταν προσπαθούμε να αξιολογήσουμε την επάρκεια της βιταμίνης D (ή την τοξικότητά της), αυτή είναι η σωστή εξέταση.
3. Μην παραγγέλνετε κάθε φορά κι ένα υπερηχογράφημα θυρεοειδούς σε ασθενείς με παθολογικές εξετάσεις της λειτουργίας του αδένα αν δεν υπάρχει ψηλαφητή ανωμαλία του θυρεοειδούς.
Το υπερηχογράφημα θυρεοειδούς χρησιμοποιείται για την εντόπιση και τον χαρακτηρισμό των όζων του αδένα και δεν αποτελεί μέρος της συνήθους αξιολόγησης των μη φυσιολογικών λειτουργικών δοκιμασιών (δηλ. των ορμονολογικών εξετάσεων) του θυρεοειδούς (υπερ- ή υπολειτουργία του θυρεοειδούς), εκτός εάν ο ασθενής παρουσιάζει ταυτόχρονα μια μεγάλη βρογχοκήλη ή εξογκώματα του αδένα.
Είναι συχνή η τυχαία ανακάλυψη όζων του θυρεοειδούς. Η χρήση των υπερήχων από υπερβάλλοντα ζήλο συχνά εντοπίζει όζους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με τη μη φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς, και μπορεί να εκτρέψουν την κλινική αξιολόγηση προς την εκτίμηση των όζων, παρά τη δυσλειτουργία του αδένα.
Οι απεικονιστικές μέθοδοι μπορεί να χρειάζονται σε θυρεοτοξικούς ασθενείς (ασθενείς με υπερλειτουργία του αδένα). Όταν είναι απαραίτητο, ένα σπινθηρογράφημα, και όχι ένας υπέρηχος του θυρεοειδούς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκτιμηθεί η αιτιολογία της θυρεοτοξίκωσης και η πιθανότητα εστιακής αυτονομίας ενός θυρεοειδικού όζου.
4. Μην παραγγέλνετε έλεγχο των επιπέδων της ολικής ή ελεύθερης T3 κατά την αξιολόγηση της δόσης της λεβοθυροξίνης (Τ4) σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό.
Η Τ4 μετατρέπεται σε Τ3 σε κυτταρικό επίπεδο, σχεδόν σε όλα τα όργανα. Τα ενδοκυττάρια επίπεδα της Τ3 ρυθμίζουν την έκκριση της υπόφυσης και τα επίπεδα στο αίμα της TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη), καθώς και τις επιδράσεις της ορμόνης του θυρεοειδούς σε πολλαπλά όργανα. Μια φυσιολογική TSH υποδηλώνει επαρκή δόση Τ4.
Η μετατροπή της Τ4 σε Τ3 σε κυτταρικό επίπεδο δεν αντικατοπτρίζεται από τα επίπεδα της Τ3 στο αίμα. Σε σύγκριση με άτομα με ανέπαφο θυρεοειδή, οι ασθενείς που λαμβάνουν Τ4 μπορεί να έχουν υψηλότερα επίπεδα Τ4 και χαμηλότερα επίπεδα Τ3 στο αίμα. Έτσι, τα σχετικά χαμηλότερα επίπεδα της ολικής ή ελεύθερης T3 στο αίμα μπορεί να είναι παραπλανητικά. Στους περισσότερους ασθενείς, μια TSH αρκεί.
5. Μη συνταγογραφείτε θεραπεία με τεστοστερόνη αν δεν υπάρχει βιοχημική επιβεβαίωση ανεπάρκειας τεστοστερόνης.
Πολλά από τα συμπτώματα που αποδίδονται σε ανδρικό υπογοναδισμό συνήθως εμφανίζονται στη φυσιολογική γήρανση ή την παρουσία συννοσηρών καταστάσεων. Η θεραπεία με τεστοστερόνη ενέχει κίνδυνο για σοβαρές παρενέργειες και αντιπροσωπεύει μια σημαντική δαπάνη. Επομένως, είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί η κλινική υποψία υπογοναδισμού με τις βιοχημικές εξετάσεις.
Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν τον έλεγχο των επιπέδων ολικής τεστοστερόνης το πρωί. Τα χαμηλά επίπεδα θα πρέπει να επιβεβαιωθούν σε μια διαφορετική ημέρα, και πάλι με τη μέτρηση της ολικής τεστοστερόνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ελεύθερη ή βιοδιαθέσιμη τεστοστερόνη μπορεί να έχει πρόσθετη αξία.
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά, Θυρεοειδής, Σακχαρώδης Διαβήτης