Η θεραπεία με CPAP βελτιώνει τον γλυκαιμικό έλεγχο σε ασθενείς με υπνική άπνοια και διαβήτη τύπου 2.
Τα άτομα με διαβήτη τύπου 2, τα οποία επίσης υποφέρουν από το σύνδρομο της αποφρακτικής άπνοιας στον ύπνο (υπνική άπνοια) μπορεί να ωφεληθούν από τη θεραπεία CPAP (Continuous Positive Air Pressure – συνεχής θετική πίεση αέρα), αποκάλυψε μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Diabetes Care.
Για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής συνεχούς θετικής πίεσης στους αεραγωγούς για την αντιμετώπιση της συχνής αυτής διαταραχής της αναπνοής, οι ερευνητές από το King’s College του Λονδίνου εξέτασαν τα αποτελέσματα από 150 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με CPAP για την υπνική άπνοια για 5 χρόνια και τα συνέκριναν με εκείνα 150 ασθενών που δεν έλαβαν τη θεραπεία με CPAP.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η χρήση της συσκευής CPAP οδήγησε σε μακροπρόθεσμες βελτιώσεις στην αρτηριακή πίεση (τόσο τη συστολική όσο και τη διαστολική αρτηριακή πίεση) και τη γλυκόζη του αίματος.
Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με CPAP είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
Η θεραπεία με CPAP βελτίωσε σημαντικά τη συνολική ποιότητα ζωής των ασθενών. “Η έναρξη θεραπείας με CPAP σε διαβητικούς ασθενείς με υπνική άπνοια συμβάλλει σε σημαντικά καλύτερο έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και του σακχάρου και παρέχει μια οικονομικά αποδοτική χρήση των πόρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS)”, σημειώνουν οι ερευνητές.
Η παραπάνω μελέτη μας υπενθυμίζει τη συχνά παραβλεπόμενη διαταραχή της υπνικής άπνοιας στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και μας δίνει τη δυνατότητα να επαναξετάσουμε τις θεραπευτικές μας επιλογές με στόχο μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς μας.
Συνεχής θετική πίεση στους αεραγωγούς μέσω ρινικής μάσκας (CPAP).
Σ’ αυτήν την πολύ αποτελεσματική θεραπεία, μια μικρή πλαστική μάσκα φοριέται στη μύτη κατά τη διάρκεια του ύπνου. Μια συσκευή στέλνει αέρα με πίεση στη μάσκα. Η πίεση αυτή διαβιβάζεται από τη μύτη στο φάρυγγα και τον κρατάει ανοικτό κατά τη διάρκεια του ύπνου. Έτσι το άτομο κοιμάται και αναπνέει φυσιολογικά. Η συσκευή CPAP (διαβάζεται “Σιπάπ”) χρησιμοποιείται κυρίως για την αποφρακτική άπνοια. Ένα ποσοστό 80% περίπου των ασθενών αποδέχεται τη θεραπεία και τη συνεχίζει, ενώ οι υπόλοιποι τη βρίσκουν ενοχλητική και την εγκαταλείπουν.
Η CPAP χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αποφρακτικής άπνοιας στον ύπνο από το 1981. Θεωρείται η καλύτερη θεραπεία για την αποφρακτική άπνοια, γιατί είναι πολύ αποτελεσματική και πολύ ασφαλής. Οι επιπλοκές που μπορεί να παρουσιάσει είναι τοπικές στη μύτη: π.χ. συνάχι, ξηρότητα.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι συσκευών θετικής πίεσης, όπως οι απλές και οι αυτόματες συσκευές CPAP, οι συσκευές ΒΙΡΑΡ, οι συσκευές BIPAP ST, οι σερβοαναπνευστήρες κ.λπ.. Επίσης υπάρχουν διαφόρων ειδών μάσκες, οι ρινικές, οι στοματορινικές, οι ρινικές που ακουμπούν μόνο στα ρουθούνια κλπ. H συσκευή CPAP παράγει ένα ρεύμα αέρος που κρατάει το φάρυγγα ανοικτό και εξαφανίζει τις άπνοιες και το ροχαλητό.
Πηγές: diabetes.co.uk, hypnos.gr
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
Η λευκωματουρία στους διαβητικούς ασθενείς
Ποιος είναι ο ρόλος της λευκωματίνης (αλβουμίνης) ούρων στην πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου και της ανάπτυξης νεφροπάθειας; Το ερώτημα αυτό προσπαθεί να φωτίσει μια ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στο Diabetes Care.
Ο σκοπός της μελέτης ήταν να επανεξετάσει τα στοιχεία σχετικά με τη λευκωματουρία, δηλ. τον ρυθμό αποβολής αλβουμίνης στα ούρα, και ειδικά της μικρολευκωματινουρίας (δηλ. λόγος αλβουμίνης/κρεατινίνη ούρων 30-300 mg/g) σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη στο πλαίσιο του καρδιαγγειακού κινδύνου και της εξέλιξης της χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ).
Η λευκωματουρία αντανακλά άμεσα το “φορτίο” της φλεγμονής και της αγγειακής “διαρροής” σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη.
Σε άτομα με διαβήτη, η αλβουμίνη είναι γλυκοζυλιωμένη και σχετίζεται με την παραγωγή ελευθέρων ριζών οξυγόνου. Επιπλέον, πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως τα προϊόντα τελικής γλυκοζυλίωσης, αλλά και άλλες κυτταρικές τοξίνες συμβάλλουν στην αγγειακή βλάβη. Μόλις συμβεί ο τραυματισμός, η επίδραση των ορμονών της αρτηριακής πίεσης, όπως της αγγειοτενσίνης ΙΙ, μεγεθύνεται με αποτέλεσμα την ταχύτερη εξέλιξη της αγγειακής βλάβης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η άμεση ζημιά στα αγγειακά λεία μυϊκά κύτταρα, τα ενδοθηλιακά κύτταρα και τα επιθηλιακά κύτταρα του αγγειακού σπειράματος και της βασικής μεμβράνης του νεφρώνα. Όλα αυτά συμβάλλουν στην ανάπτυξη της λευκωματουρίας.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι δε χρησιμοποιούνται πλέον οι όροι μικρο- και μακρολευκωματουρία, οι οποίοι έχουν αντικατασταθεί από τους όρους μετρίως αυξημένη και σοβαρά αυξημένη αλβουμίνη ούρων. Επιπρόσθετα, συνιστάται η μέτρηση του λόγου αλβουμίνης/κρεατινίνη σε τυχαίο δείγμα ούρων (προτιμάται πρωινό δείγμα) έναντι της 24ωρης συλλογής ούρων.
Τα δεδομένα από την ανασκόπηση υποδεικνύουν ότι η λευκωματουρία είναι ένας σημαντικός προγνωστικός δείκτης κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα και για την ανάπτυξη νεφρικής νόσου.
Λευκωματουρία και καρδιαγγειακός κίνδυνος
Η λευκωματουρία έχει γίνει αποδεκτή ως δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου για έμφραγμα του μυοκαρδίου και εγκεφαλικό επεισόδιο, ανεξάρτητα από την κατάσταση του διαβήτη. Υπάρχουν επαρκή στοιχεία σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, στα οποία η αποβολή αλβουμίνης στα ούρα > 100 mg/ημέρα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης χρόνιας νεφρικής νόσου. Ασθενείς με μακροχρόνιο και ανεπαρκώς ελεγχόμενο διαβήτη είναι πιο πιθανό να έχουν λευκωματουρία απ’ ό,τι τα άτομα χωρίς διαβήτη. Επιπλέον, τα άτομα με λευκωματουρία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανάπτυξη υπέρτασης, έναν σημαντικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου.
Ανεξάρτητα από το διαβήτη, τα άτομα των οποίων η νυκτερινή αρτηριακή πίεση δεν “κάνει βουτιά” στην 24ωρη παρακολούθηση της πίεσης, για οποιοδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης της υπνικής άπνοιας, είναι πιο πιθανό να έχουν λευκωματουρία.
Τέλος, μια μετα-ανάλυση κατέδειξε μια αναλογική σχέση μεταξύ του επιπέδου της λευκωματουρίας και του καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα άτομα με μέτρια λευκωματουρία είχαν 50% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν, ενώ εκείνοι με σοβαρή λευκωματουρία (δηλ. >300 mg/ημέρα) είχαν υπερδιπλάσιο κίνδυνο.
Η μελέτη ΗΟΡΕ (Heart Outcomes Prevention Evaluation) έδειξε ότι η παρουσία οποιουδήποτε βαθμού λευκωματουρίας αύξησε την επίπτωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων (έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρδιαγγειακός θάνατος) σε άτομα με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Επιπλέον, η υπομελέτη MICRO – HOPE έδειξε ότι η μείωση της λευκωματουρίας με τον αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, ραμιπρίλη, συσχετίστηκε με βελτίωση των καρδιαγγειακών εκβάσεων, αλλά και χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης έκδηλης νεφροπάθειας. Αυτά τα αποτελέσματα ήταν ανεξάρτητα από τα αρχικά επίπεδα της λευκωματουρίας.
Λευκωματουρία και κίνδυνος χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ)
Η εξέλιξη της ΧΝΝ μπορεί να οριστεί με 2 τρόπους: ως προοδευτική πτώση στον eGFR γρηγορότερα από την κανονική πτώση 0,8-1 mL/min/έτος ή ως αύξηση της λευκωματουρίας σε >30-300 mg/g. Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο χαμηλότερος eGFR και τα υψηλότερα επίπεδα λευκωματουρίας μπορεί να προβλέψουν τη θνησιμότητα και την ταχύτερη εξέλιξη σε τελικού σταδίου νεφρική νόσο (ESRD) μεταξύ των ατόμων με ΧΝΝ σταδίου 3 (eGFR <60 mL/min/1,73 m2) ή σοβαρότερη.
Σε άτομα με πρώιμο στάδιο νεφροπάθειας (δηλ. στάδιο 2 ή 3a [GFR 45-89 mL/min/1,73 m2]) και μέτρια λευκωματουρία, δεν υπάρχει σαφές όφελος για την επιβράδυνση της πτώσης του GFR από τη μείωση της λευκωματουρίας με φάρμακα, το οποίο να είναι ανεξάρτητο από τη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Έτσι, η μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι ο βασικός στόχος για όλους τους ασθενείς με πρώιμο στάδιο νεφροπάθειας που σχετίζεται με απούσα, ελαφρά ή μέτρια λευκωματουρία.
Στην προσπάθεια να αποσαφηνιστεί περαιτέρω ο ρόλος της μέτριας λευκωματουρίας ως προγνωστικός δείκτης της εξέλιξης της ΧΝΝ, αρκετές μελέτες απέτυχαν να δείξουν συνεπή συσχέτιση ή προστασία, υποδηλώνοντας ότι η μέτρια λευκωματουρία δεν είναι συνώνυμη με την παθολογική παρουσία της διαβητικής νεφροπάθειας. Συνεπώς, η ελαφρά ή μέτρια λευκωματουρία μπορεί να αντιπροσωπεύει μια υποκείμενη φλεγμονώδη κατάσταση.
Όταν τα επίπεδα της λευκωματουρίας είναι πολύ υψηλά γίνεται αποδεκτό ότι ο ασθενής έχει ΧΝΝ και είναι πιθανό να εξελιχθεί τελικά σε νεφρική νόσο τελικού σταδίου, αν δεν πεθάνει από κάποιο καρδιαγγειακό σύμβαμα. Η σταδιακή αύξηση της λευκωματουρίας σε επίπεδα που σχετίζονται με νεφροπάθεια μπορεί να σχετίζεται με κάποια γενετική προδιάθεση σε μια υποομάδα ασθενών, ιδιαίτερα σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό νεφροπάθειας. Ωστόσο, σε ορισμένους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η εξέλιξη σε τελικού σταδίου νεφρική νόσο (ESRD) μπορεί να επέλθει χωρίς ποτέ να έχουν αναπτυχθεί επίπεδα λευκωματουρίας ≥ 300 mg/g.
Συμπερασματικά, τα δεδομένα από τις μελέτες υποδηλώνουν ότι η ελαφρά έως μέτρια λευκωματουρία, από μόνη της, δεν είναι συνώνυμη με την παρουσία της σαφώς οριζόμενης ΧΝΝ στον διαβήτη, αν και χρησιμοποιείται ως μέρος των κριτηρίων για τη διάγνωση της ΧΝΝ στην πιο πρόσφατη ταξινόμηση και σταδιοποίηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο μια υποομάδα ~ 25-30% των ατόμων με διαβήτη που έχουν επίσης ελαφρά έως μέτρια λευκωματουρία πιθανότατα θα εξελιχθούν σε πιο προχωρημένα στάδια ΧΝΝ.
Προγνωστικοί παράγοντες της εξέλιξης σε νεφρική νόσο τελικού σταδίου, εκτός από το οικογενειακό ιστορικό και τα πολλά χρόνια ανεπαρκούς γλυκαιμικού ή ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης δεν έχουν ακόμη πλήρως καθοριστεί. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι γενετικοί δείκτες, όπως τα CUBN και APOL1, η χρήση τους στην πράξη δεν είναι καλά εδραιωμένη. Ένα οικογενειακό ιστορικό της πάθησης είναι ένας ισχυρός προγνωστικός δείκτης του κινδύνου για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της ΧΝΝ σε ασθενείς με λευκωματουρία. Ως εκ τούτου, όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να ερωτώνται για το οικογενειακό ιστορικό ΧΝΝ ή τους συγγενείς τους που χρειάστηκαν αιμοκάθαρση. Το χαμηλό βάρος γέννησης είναι ένας άλλος παράγοντας πρόβλεψης του κινδύνου εξέλιξης της ΧΝΝ, ειδικά στον διαβήτη, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη αύξηση της λευκωματουρίας (>300 mg/g), όταν οι υπόλοιποι παράγοντες κινδύνου, όπως η αρτηριακή πίεση, η πρόσληψη αλατιού και τα λιπίδια ελέγχονται επαρκώς, είναι συνήθως ενδεικτική της εξέλιξης της υποκείμενης ΧΝΝ ανεξάρτητα από την αιτία.
Η εξέλιξη της λευκωματουρίας, όταν η αρτηριακή πίεση και οι άλλοι παράγοντες κινδύνου ελέγχονται επαρκώς, προμηνύει κακή πρόγνωση για τη νεφρική λειτουργία με την πάροδο του χρόνου.
Οι πρόσφατες εξελίξεις μας επέτρεψαν να αποκτήσουμε μια καλύτερη κατανόηση της επιδημιολογίας, της παθοφυσιολογίας και κλινικής σημασίας της λευκωματουρίας μεταξύ των ασθενών με και χωρίς διαβήτη.
Είναι σημαντικό να γίνεται επιθετική αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου νωρίς στην πορεία του διαβήτη, με επικέντρωση στον εντατικό γλυκαιμικό έλεγχο και τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης για να καθυστερήσει η ανάπτυξη νεφρικής νόσου και να μειωθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Η λευκωματουρία είναι ένας δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου και θα πρέπει να παρακολουθείται, σύμφωνα με τις οδηγίες, τουλάχιστον 1 φορά το χρόνο (βλ. παρακάτω πίνακα) για την ενδεχόμενη εξέλιξή της, αλλά και τον κίνδυνο ανάπτυξης νεφρικής νόσου, ιδίως εάν το σάκχαρο, τα λιπίδια και η αρτηριακή πίεση είναι εντός των θεραπευτικών στόχων.
Πηγές: KDIGO, Diabetes Care
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
Σφυροβραχιόνιος δείκτης: μέτρηση & ερμηνεία
Ο λόγος (πηλίκο) της συστολικής πίεσης του αίματος στον αστράγαλο προς την πίεση του βραχίονα, που ονομάζεται επίσης σφυροβραχιόνιος δείκτης (το σφυρό = ο αστράγαλος)(ankle – brachial index, ABI), έχει ιδιαιτερότητες που έχουν εδραιώσει τη μέτρησή του στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και την ιατρική του καρδιαγγειακού συστήματος.
Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης θεωρείται σήμερα ως ένας από τους ευρύτερα διαθέσιμους δείκτες αθηροσκλήρωσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου ενός ατόμου. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους αγγειακούς δείκτες (π.χ., το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα της καρωτίδας ή την ταχύτητα του σφυγμικού κύματος της αορτής), ο σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι επίσης ένα διαγνωστικό εργαλείο για τη διάγνωση της περιφερικής αρτηριακής νόσου (ΠΑΝ) των κάτω άκρων.
Αυτή η διπλή ιδιαιτερότητα πολλαπλασιάζει τις ευκαιρίες και τις συνθήκες για τη χρήση του, αλλά η ερμηνεία του εξαρτάται από την ένδειξη εφαρμογής της μεθόδου, δηλ. είτε πρόκειται για μια εξέταση επιβεβαίωσης της ΠΑΝ μετά από κλινική υποψία είτε εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασυμπτωματικά άτομα ελεύθερα κλινικής καρδιαγγειακής νόσου.
Η συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ) είναι μεγαλύτερη στον αστράγαλο απ’ ό,τι στον βραχίονα.
Η κυματομορφή της αρτηριακής πίεσης ενισχύεται καθώς ταξιδεύει περιφερικά από την καρδιά, με αποτέλεσμα την προοδευτική αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης και τη μείωση της διαστολικής πίεσης. Τόσο η ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων όσο και οι μεταβολές του πάχους των τοιχωμάτων των αγγείων μπορεί να συμβάλλουν στην ενίσχυση της ΣΑΠ στα κάτω άκρα.
Υπάρχουν αναφορές ότι ο σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι μεγαλύτερος σε ψηλότερα άτομα, λόγω της προοδευτικής αύξησης της ΣΑΠ στα κάτω άκρα όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση από την καρδιά. Έχει φανεί επίσης ότι ο ΑΒΙ είναι ελάχιστα μεγαλύτερος στους άνδρες απ’ ό,τι στις γυναίκες, ανεξάρτητα από το σωματικό ύψος.
Προκειμένου να βελτιωθεί η ευρεία χρήση του ABI, η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (ΑΗΑ) εξέδωσε μια επιστημονική δήλωση για την προτυποποίηση της μεθοδολογίας για τη μέτρηση, τον υπολογισμό και την ερμηνεία του ABI. Οι διάφορες πτυχές της μεθοδολογίας εκτίμησης του σφυροβραχιόνιου δείκτη δεν ήταν μόνο η αξιολόγηση της ικανότητάς του για τη διάγνωση ΠΑΝ ή την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά και η επαναληψιμότητα των διαφόρων τρόπων μέτρησης.
Πώς γίνεται η μέτρηση του σφυροβραχιόνιου δείκτη;
H τεχνική προσδιορισμού της πίεσης είναι σύντομη (διαρκεί συνήθως λιγότερο από 15 λεπτά). Βασίζεται στη χρήση μιας συνεχούς κύματος συσκευής Doppler (μεγέθους τσέπης) και τον προσδιορισμό της επανεμφάνισης της ροής του αίματος κατά το αργό ξεφούσκωμα της περιχειρίδας του πιεσόμετρου που έχει τοποθετηθεί πάνω από τον αστράγαλο (βλ. εικόνα). Ο ασθενής πρέπει να έχει ξεκουραστεί τουλάχιστον 5-10 λεπτά, να μην έχει καπνίσει τουλάχιστον 2 ώρες πριν την εξέταση και να είναι ξαπλωμένος.
Η συστολική πίεση της οπίσθιας κνημιαίας αρτηρίας και της ραχιαίας αρτηρίας του ποδός θα πρέπει να μετρώνται σε κάθε πόδι και η υψηλότερη από τις δύο θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως αριθμητής του ΑΒΙ. Ο παρονομαστής καθορίζεται από την υψηλότερη από τις 2 μετρήσεις της συστολικής πίεσης που λαμβάνονται ξεχωριστά για κάθε βραχίονα, με την ίδια μέθοδο.
Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης θα πρέπει να καθορίζεται για κάθε πόδι ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της διάγνωσης και αξιολόγησης της περιφερικής αρτηριακής νόσου.
Αντίθετα, κατά την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου του ατόμου θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο χαμηλότερος σφυροβραχιόνιος δείκτης μεταξύ των δύο σκελών.
Οι “φυσιολογικές τιμές” του ABI κυμαίνονται από 1,10 έως 1,40.
Θεωρείται ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος αυξάνεται όσο ο ΑΒΙ πέφτει κάτω από το 1,10 ή αυξάνεται πάνω από το 1,40.
Στην τελευταία περίπτωση, οι αρτηρίες στους αστραγάλους μπορούν να θεωρηθούν ως “αφύσικα σκληρές”, συνήθως λόγω της παρουσίας ασβεστώσεων. Αυτή η κατάσταση εμποδίζει την ακριβή εκτίμηση της προσβεβλημένης αρτηρίας, ενώ εκτιμάται ότι σε 50% αυτών των περιπτώσεων υπάρχει αποφρακτική νόσος, η οποία χρήζει διερεύνησης με άλλες τεχνικές (π.χ. απεικονιστικές μεθόδους).
Ακόμη, ασθενείς με κλινικά εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο που έχουν χαμηλό ΑΒΙ παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση με ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο και φυσιολογικό ΑΒΙ.
Το όριο για τη διάγνωση της περιφερικής αρτηριακής νόσου (ΠΑΝ) είναι το 0,90. Ωστόσο, τιμές μεταξύ 0,80 και 1,00 απαιτούν επανάληψη της μέτρησης για να βελτιωθεί η ακρίβεια της μεθόδου. Επίσης, ένας “φυσιολογικός” σφυροβραχιόνιος δείκτης δεν αποκλείει με βεβαιότητα την ΠΑΝ και χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος αν υπάρχει ισχυρή κλινική υποψία (ειδικά στην περίπτωση της διαλείπουσας χωλότητας σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου).
Ως ένας από τους φθηνότερους και πλέον διαθέσιμους δείκτες αθηροσκλήρωσης, η μέτρηση του σφυροβραχιόνιου δείκτη είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη μέθοδος για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου στην πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Πηγή: Circulation
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης σε διαβητικούς ασθενείς
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα της καταγραφής της αρτηριακής πίεσης εκτός ιατρείου είναι ότι παρέχει έναν μεγάλο αριθμό μετρήσεων της αρτηριακής πίεσης μακριά από το ιατρικό περιβάλλον, κάτι το οποίο αντιπροσωπεύει μια πιο αξιόπιστη εκτίμηση της πραγματικής αρτηριακής πίεσης έναντι αυτής του ιατρείου. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης εκτός ιατρείου συχνά πραγματοποιείται με 24ωρη περιπατητική καταγραφή (ABPM, Ambulatory Blood Pressure Monitoring).
Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων βασίζεται στην επαναληψιμότητα των μετρήσεων εκτός ιατρείου, η οποία είναι αρκετά ικανοποιητική για 24ωρες, ημερήσιες και νυκτερινές μετρήσεις, αλλά λιγότερο ικανοποιητική για μικρότερα χρονικά διαστήματα. Η αρτηριακή πίεση στο ιατρείου είναι συνήθως υψηλότερη από την περιπατητική και αυτή η διαφορά αυξάνεται όσο πιο μεγάλη είναι η πίεση στο ιατρείο.
Πώς γίνεται η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης;
Η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης πραγματοποιείται με τον ασθενή να φέρει μια φορητή συσκευή μέτρησης της αρτηριακής πίεσης, συνήθως στον μη κυρίαρχο βραχίονα, για μια περίοδο 24 – 25 ωρών, ούτως ώστε να συλλεχθούν πληροφορίες για την αρτηριακή πίεση τόσο κατά τις ημερήσιες δραστηριότητες όσο και στον ύπνο κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ο ασθενής συμβουλεύεται να ακολουθεί κανονικά τις δραστηριότητες του αλλά να απέχει από εντατική άσκηση, ενώ κατά τη στιγμή που φουσκώνει η περιχειρίδα, να σταματά να κινείται και να θέτει το μπράτσο του ακίνητο, στο ύψος της καρδιάς, μέχρι να ξεφουσκώσει η περιχειρίδα. Ο ασθενής ζητείται να καταγράψει πληροφορίες σ’ ένα ημερολόγιο για τυχόν συμπτώματα ή συμβάντα που μπορεί να επηρεάσουν την αρτηριακή πίεση, μαζί με τις ώρες της λήψης των φαρμάκων, γευμάτων και τις ώρες του ύπνου.
Στη κλινική πράξη, οι μετρήσεις συνήθως γίνονται σε μεσοδιαστήματα των 15 λεπτών κατά τη διάρκεια της ημέρας και κάθε 30 λεπτά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι μετρήσεις καταχωρούνται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και, κατόπιν, αναλύεται το εύρος των αποτελεσμάτων.
Ποια είναι η χρησιμότητα της 24ωρης μέτρησης της αρτηριακής πίεσης στους διαβητικούς ασθενείς;
Η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης είναι ιδιαίτερα σημαντική και χρήσιμη στους διαβητικούς ασθενείς. Είναι ένα ισχυρό εργαλείο για καλύτερη ταξινόμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου που σχετίζεται με την αυξημένη αρτηριακή πίεση, μια από τις πιο σημαντικές αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας σε αυτό τον πληθυσμό.
Αυτό συμβαίνει χάρη στην ικανότητα της μεθόδου να διαγιγνώσκει με μεγαλύτερη ακρίβεια την υψηλή αρτηριακή πίεση στην καθημερινή ζωή και να ανιχνεύει αλλαγές, όπως την απουσία νυκτερινής πτώσης της πίεσης (dipping), τη μεταγευματική υπόταση ή την αυξημένη μεταβλητότητα της αρτηριακής πίεσης. Είναι επίσης ένα σημαντικό εργαλείο για την πιο ακριβή εκτίμηση της αποτελεσματικότητος της αντιυπερτασικής αγωγής τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα.
Όπως και σε μη διαβητικούς ασθενείς, οι τιμές της αρτηριακής πίεσης εκτός του ιατρείου όπως αποκτήθηκαν με 24ωρη περιπατητική καταγραφή σε ασθενείς με διαβήτη βρέθηκαν να συσχετίζονται καλύτερα με βλάβη των οργάνων στόχων αλλά και καρδιαγγειακά συμβάματα.
Αυτόνομη διαβητική νευροπάθεια και αυξημένη μεταβλητότητα της αρτηριακής πίεσης
Μια σημαντική πτυχή της 24ωρης καταγραφής είναι η ιδιότητά της να δίνει πληροφορία για τη μεταβλητότητα της αρτηριακής πίεσης που είναι ιδιαίτερα σημαντική σε διαβητικούς ασθενείς και έχει μεγάλη κλινική σημασία γιατί μπορεί να αποτελεί ένδειξη διαταραχής του αυτόνομου ελέγχου της κυκλοφορίας ή αυξημένης αρτηριακής δυσκαμψίας. Αυτό ισχύει σε ασθενείς με διαβητική αυτόνομη νευροπάθεια και μπορεί να είναι ένας ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας για καρδιαγγειακές επιπλοκές. Η νευροπάθεια μπορεί επίσης να σχετίζεται με ορθοστατική ή μεταγευματική υπόταση, η οποία επίσης μπορεί να ανιχνευτεί με την 24ωρη καταγραφή.
Πρωινή υπέρταση
Ένα επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό της 24ωρης καταγραφής είναι η συμπεριφορά της αρτηριακής πίεσης το πρωί. Η πρωινή υπέρταση ή η απότομη αύξηση της πίεσης το πρωί (morning surge) είναι συχνή σε διαβητικούς ασθενείς και έχει φανεί ότι σχετίζεται με το ρυθμό προόδου της διαβητικής νεφροπάθειας.
Εκτίμηση και της μεταβλητότητας της καρδιακής συχνότητας
Ένα πρόσθετο πλεονέκτημα της μεθόδου είναι ότι μπορεί να δώσει πληροφορίες για την καρδιακή συχνότητα κατά τη διάρκεια της μέτρησης της πίεσης σε όλο το 24ωρο και αυτό να αποτελεί έναν αδρό εκτιμητή της μεταβλητότητας της καρδιακής συχνότητας. Μια μελέτη έχει επιβεβαιώσει ότι οι μεταβολές της καρδιακής συχνότητας, όπως εκτιμήθηκαν ταυτόχρονα με την 24ωρη καταγραφή της πίεσης, είναι ελαττωμένες τους διαβητικούς ασθενείς, ιδιαίτερα τη νύχτα.
Εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της αντιυπερτασικής θεραπείας
Μια εξαιρετικά σημαντική εφαρμογή της 24ωρης καταγραφής σχετίζεται με την ικανότητά της να εκτιμά τις αλλαγές στην αρτηριακή πίεση που προκαλούνται από την αντιυπερτασική θεραπεία με μεγαλύτερη ακρίβεια και περισσότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι μετρήσεις στο ιατρείο.
Τα στοιχεία – κλειδιά αυτής εφαρμογής περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανίχνευσης των ατόμων που λανθασμένα κατατάσσονται σαν ελεγχόμενα η μη-ελεγχόμενα, την ικανότητα διερεύνησης του αποτελέσματος της θεραπείας σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους εντός του 24ώρου (νύκτα, πρωί) καθώς και την εκτίμηση της επαρκούς διάρκειας του αντιυπερτασικού αποτελέσματος, όπως και την ομαλότητα της ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης καθ’ όλο το 24ωρο.
Ποια είναι τα όρια της αρτηριακής πίεσης από τις μετρήσεις της 24ωρης καταγραφής;
Τα όρια του παραπάνω πίνακα προτείνονται από τις πιο πρόσφατες (Ιούλιος 2013) κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης και ισχύουν για τον γενικό πληθυσμό.
Ειδικά στους διαβητικούς ασθενείς, έχουν προταθεί κάποια όρια, ωστόσο αυτά προκύπτουν από μια μόνο, μικρή σε αριθμό ασθενών, μελέτη και τα παραθέτω ενδεικτικά.
Συμπερασματικά, η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης είναι ένα σημαντικό βοήθημα για τον κλινικό ιατρό που αντιμετωπίζει διαβητικούς ασθενείς και σημαντικό όπλο για την πρόληψη των επιπλοκών της διαβητικής νόσου και για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
- 1
- 2