Θυρεοειδής και χοληστερόλη
PHOENIX, Arizona, Η.Π.Α. – Μόνο στους μισούς από τους ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία συνεστήθη έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα, έδειξε μια νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικών Ενδοκρινολόγων (AACE) από την Devina Willard, MD,του Boston Medical Center, της Μασαχουσέτης.
Ο υποθυρεοειδισμός (δηλ. η υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα) είναι μια σημαντική δευτερογενής αιτία αυξημένης ολικής και LDL χοληστερόλης. Σε περιπτώσεις κλινικού υποθυρεοειδισμού, η θεραπεία υποκατάστασης με λεβοθυροξίνη συχνά ομαλοποιεί τα επίπεδα χοληστερόλης. Για το λόγο αυτό, οι κατευθυντήριες οδηγίες από αρκετές επιστημονικές εταιρείες συνιστούν έλεγχο για υποθυρεοειδισμό.
Κάθε άτομο με αυξημένα επίπεδα LDL χοληστερόλης ή άλλης μορφής υπερλιπιδαιμία πρέπει να υποβάλλεται σε κλινική ή εργαστηριακή αξιολόγηση για να αποκλειστεί δευτερογενής δυσλιπιδαιμία πριν την έναρξη υπολιπιδαιμικής θεραπείας.
Στις αιτίες της δευτερογενούς δυσλιπιδαιμίας περιλαμβάνονται ο διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός, η αποφρακτική ηπατική νόσος, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια καθώς και φάρμακα που αυξάνουν την LDL χοληστερόλη και μειώνουν την HDL χοληστερόλη (προγεσταγόνα, αναβολικά στεροειδή και κορτικοστεροειδή).
Η νέα αυτή μελέτη σχεδιάστηκε για να προσδιοριστεί το ποσοστό της τήρησης των κατευθυντήριων γραμμών από τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. “Το ποσοστό 50% του προσυμπτωματικού ελέγχου είναι λίγο περίεργο. Παρόλο που οι οδηγίες από το NCEP σημειώνουν ότι η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς πρέπει να περιλαμβάνεται στη διαφορική διάγνωση κάθε νεοεμφανιζόμενης δυσλιπιδαιμίας, στην καθιερωμένη κλινική πρακτική φαίνεται συχνά να αγνοούνται”, είπε η ερευνήτρια.
Είναι σημαντικό να θεραπεύεται η υποκείμενη αιτία της υπερλιπιδαιμίας.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν διαγράμματα από ασθενείς ηλικίας 18 ετών και άνω με επίπεδα ολικής χοληστερόλης 200 mg/dL και άνω ή/και LDL χοληστερόλης 160 mg/dL και άνω, που παρακολουθήθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία του Boston Medical Center μεταξύ 2003-2011. Ασθενείς που είχαν προηγουμένως λάβει υπολιπιδαιμική αγωγή ή φάρμακα για το θυρεοειδή αποκλείστηκαν από τη μελέτη.
Από τους 8.795 ασθενείς που διαγνώσθηκαν με υπερχοληστερολαιμία, ελέγχθηκαν τα επίπεδα της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH) μόνο στο 49%. 151 είχαν επίπεδα TSH μεγαλύτερα από 5 mIU/L και 74 είχαν επίπεδα TSH πάνω από 10 mIU/L. Από τους 225 ασθενείς με επίπεδα της TSH ανώτερα των 5 mIU/L (σ.σ. επίπεδα ανώτερα του φυσιολογικού, δηλ. ενδεικτικά υπολειτουργίας του θυρεοειδούς), περίπου οι μισοί (50,7%) έλαβαν θεραπεία με λεβοθυροξίνη.
Από αυτούς 114 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με λεβοθυροξίνη, τα 3/4 δε χρειάστηκαν κάποιο υπολιπιδαιμικό φάρμακο εντός 1 έτους, πιθανώς λόγω του ότι η διόρθωση του υποθυρεοειδισμού τους είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του λιπιδαιμικού τους προφίλ και τη διόρθωση της δυσλιπιδαιμίας, είπε η ερευνήτρια.
Οι κλινικές επιπτώσεις από τα ευρήματα της μελέτης είναι ο προσδιορισμός μιας θεραπεύσιμης αιτίας της δυσλιπιδαιμίας και η ελάττωση του ενδεχόμενου κόστους της μακροχρόνιας αντιμετώπισης της υπερχοληστερολαιμίας σε πολλά άτομα, καθώς και η μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα.
Πηγή: Medscape
- Δημοσιεύθηκε στο Θυρεοειδής
Να δώσω βιταμίνη D ή να μη δώσω;
ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ, Δανία – Δύο από τους κορυφαίους ειδικούς στον τομέα της βιταμίνης D συμφώνησαν ότι διαφωνούν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ενδοκρινολογίας κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης για το κατά πόσον ο καθένας από εμάς χρειάζεται περισσότερη βιταμίνη D ή όχι.
Με επιχειρήματα που στηρίζονταν σε σοβαρά επιστημονικά δεδομένα, και οι δύο συμφώνησαν ότι
υπάρχουν ορισμένες ομάδες ανθρώπων στους οποίους είναι αναγκαίο να διασφαλιστούν επαρκή επίπεδα βιταμίνης D, όπως οι έγκυες γυναίκες και τα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο ή πάσχουν από οστεοπόρωση
και ότι
ένας τρόπος με τον οποίον οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν περισσότερη βιταμίνη D είναι βγαίνοντας έξω στον ήλιο για 30 λεπτά την ημέρα.
Η υπέρμαχος της βιταμίνης D, Chantal Mathieu, MD, από το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Leuven, στο Βέλγιο, δήλωσε ότι “ο κατάλογος των ανθρώπων που έχουν ανάγκη επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D είναι τόσο μεγάλος που θα είχε μάλλον περισσότερο νόημα να παίρνει ο καθένας μικρές δόσεις”.
Αντίθετα, ο Mark Cooper, MD, από το University Hospital του Birmingham στο Ηνωμένο Βασίλειο, υποστήριξε ότι είναι πραγματικά αναγκαία η χορήγηση συμπληρωμάτων μόνο σε ασθενείς συγκεκριμένων ομάδων κινδύνου. Υποστήριξε επίσης ότι υπάρχουν ήδη ενδείξεις κινδύνων με τα συμπληρώματα της βιταμίνης D από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες, χωρίς ενδείξεις οφέλους.
“Χρειαζόμαστε όλοι ακόμα περισσότερη βιταμίνη D; Οι πιο πολλοί από εμάς όχι, ενώ παραπάνω βιταμίνη D θα μπορούσε στην πραγματικότητα να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό”.
Ποιος είναι ο ρόλος της βιταμίνης D και πώς ορίζεται η ανεπάρκειά της;
Ο κεντρικός ρόλος της βιταμίνης D είναι να προωθήσει την απορρόφηση του ασβεστίου μέσω του εντέρου. Η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να προκαλέσει ένα κακό ισοζύγιο ασβεστίου.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D γενικά ορίζεται ως ένα επίπεδο κάτω από 20 ng/mL και “υπάρχουν μεγάλες μελέτες παρατήρησης που δείχνουν ότι η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να σχετίζεται με καρκίνο, ειδικά του παχέος εντέρου, περισσότερες καρδιαγγειακές παθήσεις, κακή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και συνολικά υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας”, τόνισε η Dr Mathieu.
“Βγείτε έξω στον ήλιο, είναι μια επιλογή για την ενίσχυση της βιταμίνης D”, εξήγησε σημειώνοντας ότι 15 έως 30 λεπτά την ημέρα επιτρέπονται επειδή δίνουν οφέλη. Παρ ‘όλα αυτά, τα οφέλη πρέπει να εξισορροπούνται με τους κινδύνους, πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι είναι ακριβώς το ίδιο μήκος κύματος της υπεριώδους ακτινοβολίας που χρειάζεται για να παράγει βιταμίνη D, που προκαλεί επίσης βλάβες του δέρματος, γήρανση και καρκίνο του δέρματος.
Έτσι, ναι μεν γυρίστε στη φύση και αφήστε να εκτεθεί ο εαυτός σας στον ήλιο, αλλά να το κάνετε με προσοχή.
“Μπορείτε να πάρετε βιταμίνη D και από τα τρόφιμα” εξήγησε, αλλά πρόσθεσε ότι “η μόνη πραγματικά πλούσια πηγή βιταμίνης D είναι το μουρουνέλαιο. O σολομός και το σκουμπρί είναι επίσης μια καλή πηγή”.
Μια πιο λογική δόση είναι 600 έως 800 IU βιταμίνης D ημερησίως.
“Λοιπόν, τι θα κάνουμε; Είμαστε Ενδοκρινολόγοι. Εάν ο θυρεοειδής αποτύχει, δίνουμε θυρεοειδικές ορμόνες. Εάν το δέρμα μας δεν μπορεί να παράγει αρκετή βιταμίνη D, απλά δώστε βιταμίνη D, την ίδια την ορμόνη. Αλλά το κλειδί είναι να χρησιμοποιήσετε μικρότερες δόσεις βιταμίνης D από ό,τι έχει ήδη προταθεί. Η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, για παράδειγμα, συμβουλεύει συμπληρώματα με έως και 2000 IU ανά ημέρα, αλλά αυτό μάλλον είναι υπερβολικό” είπε η Dr Mathieu.
Σε απάντηση, ο Dr Cooper παραδέχτηκε ότι “φυσιολογικά θα έπρεπε να έχουμε πολύ υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D από ό,τι έχουμε σήμερα – ζούμε πάρα πολύ σε εσωτερικούς χώρους – ενώ χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με τον καρκίνο, τις καρδιακές παθήσεις, την αύξηση του διαβήτη, τη μείωση της διάρκειας ζωής και ο κατάλογος συνεχίζεται και πρόκειται για μια πολύ μεγάλη λίστα. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι τα υποτιθέμενα οφέλη της βιταμίνης D αναφέρονται αποκλειστικά σε μελέτες παρατήρησης. Χρειαζόμαστε πραγματικά κάποιες ισχυρές αποδείξεις”, τόνισε.
Συνέχισε αναφέροντας τα αποτελέσματα της μελέτης RECORD που ερεύνησε την επίδραση των συμπληρωμάτων βιταμίνης D στην εμφάνιση νέων καταγμάτων σε 5300 ηλικιωμένους ασθενείς (85% γυναίκες). “Αυτό που φάνηκε ήταν ότι αν κάποιος με επίπεδα βιταμίνης D 15 ng/mL πήρε συμπλήρωμα και τα ανέβασε σε 25 ng/mL, τι κάνει; Απολύτως τίποτα, τουλάχιστον ως προς τις πτώσεις και τα κατάγματα”.
“Και υπήρξαν πολλές άλλες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές”, πρόσθεσε “και η άποψή μου είναι ότι αυτές είναι ως επί το πλείστον αρνητικές. Στη μελέτη WHI (Women’s Health Initiative), με 36.000 γυναίκες, η λήψη βιταμίνης D, σε συνδυασμό με ασβέστιο, δεν έδειξε καμία επίδραση. Ωστόσο, προκάλεσε πέτρες στα νεφρά, κάτι που δεν είναι ευκαταφρόνητο”.
Επιπλέον, αναφέρθηκε σε μια μελέτη στην Αυστραλία, κατά την οποία δόθηκαν σε ηλικιωμένες γυναίκες πολύ υψηλές εφάπαξ δόσεις βιταμίνης D. “Η ομάδα που έλαβε βιταμίνη D παρουσίασε σημαντική αύξηση των πτώσεων και καταγμάτων. Ένα στα 3 άτομα είχαν μια επιπλέον πτώση. Αυτό δεν είναι καλό”, σημείωσε.
Πρέπει να γίνεται μέτρηση των επιπέδων της βιταμίνης D;
Η Dr Mathieu υποστηρίζει ότι “είναι πάρα πολύ ακριβό να γίνεται μέτρηση της βιταμίνης D σε όλους. Επιχείρημά μου θα ήταν να σταματήσει η μέτρηση των επιπέδων σε όλους! Είναι ανοησίες. Υπάρχει ένας πολύ εύκολος τρόπος για να αποτραπούν όλα αυτά, και αυτό είναι να δοθούν μικρές δόσεις βιταμίνης D στο σύνολο του πληθυσμού, δηλ. σε παιδιά κάτω του 1 έτους 400 IU ανά ημέρα, σε άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών 800 IU ανά ημέρα και στους υπόλοιπους 600 IU βιταμίνης D καθημερινά. Ναι λοιπόν! Όλοι χρειαζόμαστε περισσότερο”. Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι υπάρχουν μερικές πιθανές εξαιρέσεις, όπως είναι οι ασθενείς με πέτρες στα νεφρά, στους οποίους θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.
Ο Dr Cooper συμπλήρωσε, μεταξύ άλλων, ότι “σαφώς, συμφωνούμε σε πολλά πράγματα ότι τα άτομα που κινδυνεύουν από ραχίτιδα ή υπασβεστιαιμία χρειάζονται τη βιταμίνη D.
Η εγκυμοσύνη είναι μια κατάσταση όπου, προφανώς, θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι τα επίπεδα είναι επαρκή, ενώ η βιταμίνη D είναι υποχρεωτική και για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης,
γιατί δεν θέλουμε να διακινδυνεύσουμε κάποιον που έχει ακόμη και μια μικρή ανεπάρκεια”.
Καταλήγοντας, τόνισε ότι “κάνουμε ΠΑΡΑ πολλές αναλύσεις βιταμίνης D. Και τους κάνουμε όλους να ανησυχούν. Ακόμη κι εμείς οι ίδιοι, οι Ενδοκρινολόγοι, είμαστε ανήσυχοι. Δεν πρέπει να ανησυχούμε όλοι, θα πρέπει να έχουμε καλή, ισορροπημένη διατροφή και η πλειοψηφία των ανθρώπων που είναι κατά τα άλλα υγιείς και ασυμπτωματικοί δεν πρέπει να στραφούν στη λήψη συμπληρωμάτων”.
Πηγή: Medscape
Εμείς θα συμφωνήσουμε στην καλή και ισορροπημένη διατροφή, την προσεκτική έκθεση στον ήλιο που απλόχερα μας προσφέρεται στην πατρίδα μας, στη χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D (με ή χωρίς ασβέστιο) στην εγκυμοσύνη και τη θεραπεία ατόμων με αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων και στη μέτρηση των επιπέδων της βιταμίνης D σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
- Δημοσιεύθηκε στο Οστεοπόρωση
Καλό Πάσχα!
Σε όλους τους φίλους, συνεργάτες και αναγνώστες μας ευχόμαστε Καλό Πάσχα με Υγεία για εσάς και τις οικογένειές σας!
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός “ξεφεύγει” από τους ιατρούς.
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός (PHPT) είναι πιο συχνός από ό,τι εθεωρείτο μέχρι σήμερα και συχνά παραβλέπεται επειδή οι γιατροί δεν ελέγχουν τα επίπεδα της παραθορμόνης (PTH) σε περισσότερους από τους μισούς ασθενείς με υπερασβεστιαιμία, δείχνει μια νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στην Ετήσια Συνάντηση της Αμερικανικής Ένωσης Χειρουργών Ενδοκρινών Αδένων, στο Σικάγο των Η.Π.Α.
“Αν και οι περισσότεροι γιατροί, οι οποίοι αντιμετωπίζουν συχνά περιπτώσεις πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού, έχουν υποψιαστεί ότι η ασθένεια είναι πιο συχνή από ό,τι έχει τεκμηριωθεί, αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει αυτήν την υποψία”, δήλωσε η επικεφαλής των ερευνητών Dr Danielle Press. “Η μελέτη επίσης φωτίζει στοιχεία από τις κλινικές συμπεριφορές όσον αφορά στην αντιμετώπιση του PHPT, αποδεικνύοντας την ανάγκη για αλλαγή», πρόσθεσε σημειώνοντας τις πιθανές συνέπειες του μη θεραπευόμενου PHPT που περιλαμβάνουν αυξημένη απώλεια οστικής μάζας, πέτρες στα νεφρά καθώς και δυσκολία συγκέντρωσης, κόπωση και μειωμένη μνήμη.
Οι συνέπειες του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού είναι, μεταξύ άλλων, η αυξημένη απώλεια οστικής μάζας και η νεφρολιθίαση.
Ο συντονιστής της συνεδρίας, Gerard M. Doherty, MD, επικεφαλής χειρουργός στο Boston Medical Center, στη Μασαχουσέτη, είπε ότι αυτή η μελέτη είναι σημαντική διότι τονίζει ότι “πραγματικά υποδιαγιγνώσκουμε τον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό. Τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου θα πρέπει να επιβεβαιωθούν με μια δεύτερη μέτρηση για να βεβαιωθούμε ότι η πρώτη δεν είναι πλαστή, και αν η δεύτερη ανάγνωση είναι επίσης υψηλή, πρέπει να γίνεται μια μέτρηση παραθορμόνης (PTH)”.
Οι γιατροί δεν ελέγχουν την παραθορμόνη (PTH) σε άτομα με υψηλά επίπεδα ασβεστίου.
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός (PHPT) είναι η πιο συχνή αιτία υπερασβεστιαιμίας στους ασθενείς των εξωτερικών ιατρείων. Έχει αναφερθεί επιπολασμός μόλις 0,1% στον πληθυσμό, αλλά οι ερευνητές υπέθεσαν ότι το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι υψηλότερο, με βάση τις παρατηρήσεις τους ότι οι ασθενείς τους που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση παραθυρεοειδών είχε για πολλά χρόνια αυξημένα επίπεδα ασβεστίου και / ή παραθορμόνης .
Από τα 2,7 εκατομμύρια ασθενών που ήταν εγγεγραμμένοι στο σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης της Cleveland Clinic, εντοπίστηκαν συνολικά 54.198 που είχαν ασβέστιο ορού πάνω από 10,5 mg/dL. Από τους 7.269 που παρακολουθήθηκαν κατά την 2ετή περίοδο της μελέτης (2008-2009), μόνο 95 (1,3%) ασθενείς έλαβαν τη διάγνωση πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού (PHPT), όπως καταγράφηκε στα ηλεκτρονικά αρχεία (Electronic Medical Records, EMR).
Άλλοι 2.337 ασθενείς (32%) παρουσίασαν μετρήσεις παραθορμόνης (PTH), αλλά όχι διάγνωση PHPT. Οι υπόλοιποι 4.837 (67%) δεν είχαν καθόλου μετρήσεις PTH.
Το 67% των ασθενών με αυξημένο ασβέστιο στο αίμα δεν είχαν καθόλου μετρήσεις παραθορμόνης.
Από το 32% για τους οποίους είχαν ληφθεί μετρήσεις παραθορμόνης, αλλά οι οποίοι δεν είχαν διάγνωση πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού (PHPT), οι 1.662 (71%) είχαν επίπεδα ΡΤΗ 30 pg/ml ή υψηλότερα, που τους καθιστά πιθανό να έχουν PHPT.
Από τους 4.837 που δεν είχαν μετρήσεις ΡΤΗ, 200 επιλέχθηκαν τυχαία και αναλύθηκαν για τάσεις στις τιμές του ασβεστίου, την παρουσία των τυπικών συννοσηροτήτων του PHPT και εναλλακτικές διαγνώσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την υπερασβεστιαιμία. Με βάση την εκτίμηση αυτή, περίπου 28% κρίθηκαν πιθανό να είχαν PHPT.
Από το συνολικό πληθυσμό της μελέτης των 7.269 ασθενών, συνολικά το 43% κρίθηκαν πιθανό να έχουν PHPT, συμπεριλαμβανομένων 23% για τους οποίους είχαν ληφθεί επίπεδα παραθορμόνης, 18,7% οι οποίοι δεν είχαν μετρήσει PTH και του 1,3% με διάγνωση PHPT. Σημειώνεται ότι μόνο το 1% των ασθενών παραπέμφθηκαν για χειρουργική επέμβαση.
Τα δεδομένα αυτά μεταφράζονται σε επιπολασμό 0,86% για PHPT στον πληθυσμό της Cleveland Clinic, πολύ υψηλότερο από ό,τι αναφέρεται (0,1%).
Πρέπει να αλλάξουν οι κλινικές συμπεριφορές απέναντι στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό;
Η πιθανότητα PHPT ήταν υψηλότερη, 36%, μεταξύ εκείνων με μετρίως αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα (11,1 έως 11,5 mg/dL). Πάνω από 12,0 mg/dL, η πιθανότητα PHPT μειώθηκε σε 11%, ενώ άλλες αιτίες έγιναν πιο πιθανές.
Οι γιατροί ήταν πιο επιρρεπείς να μετρούν την παραθορμόνη (ΡΤΗ) όσο αυξάνονταν τα επίπεδα ασβεστίου, αλλά ακόμη και στην υψηλότερη ομάδα ασβεστίου (μεγαλύτερο από 12 mg/dL), η ΡΤΗ είχε ελεγχθεί μόνο σε λίγο περισσότερους από το 50% των ασθενών.
Οι γυναίκες ασθενείς είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να έχουν μετρήσει την PTH, όπως και οι ασθενείς εκείνοι με πέτρες στα νεφρά και τα άτομα με οστεοπόρωση, αλλά και πάλι μόνο το ήμισυ των ατόμων με αυτές τις 2 συνθήκες είχαν μέτρηση παραθορμόνης. “Θα περιμέναμε αυτό το ποσοστό να ήταν γύρω στο 100%”, σημείωσαν οι ερευνητές.
“Αυτό που βλέπετε εδώ είναι μια αντανάκλαση της κλινικής συμπεριφοράς”, σημείωσαν οι ερευνητές. “Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα προσέγγισης σχετικά με τη διάγνωση και τη διαχείριση αυτής της κρίσιμης ασθένειας είναι δικαιολογημένα”.
Πηγή: Medscape
- Δημοσιεύθηκε στο Παραθυρεοειδείς





