Πολυβιταμίνες: μήπως ήρθε το τέλος;
Το ερώτημα είναι απλό: οι πολυβιταμίνες ωφελούν, βλάπτουν ή δεν κάνουν τίποτα; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη και δημοσιεύτηκε στο Annals Of Internal Medicine:
Το ποτήρι ξεχείλισε: σταματήστε να σπαταλάτε χρήματα για πολυβιταμίνες και συμπληρώματα ιχνοστοιχείων!
Πολυβιταμίνες και συμπληρώματα: είναι μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία, με πωλήσεις 28 δισ. δολαρίων (περίπου 20 δισ. ευρώ) μόνο για το 2010. Αλλά είναι χρήσιμες ή επιβλαβείς; Είναι μια σπατάλη πολύτιμων πόρων υγειονομικής περίθαλψης που θα μπορούσαν να δαπανηθούν καλύτερα σε πιο ευεργετικές θεραπείες;
Ας αρχίσουμε από την καρδιά. Η πρώτη μελέτη ήταν μια πολυκεντρική, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, τυχαιοποιημένη μελέτη που περιελάμβανε περισσότερους από 1.700 ασθενείς ηλικίας 50 ετών και άνω. Όλοι είχαν υποστεί πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Οι ασθενείς έλαβαν είτε ένα πολυβιταμινούχο σκεύασμα μαζί με μείγμα ιχνοστοιχείων είτε εικονικό φάρμακο και παρακολουθήθηκαν για περίπου 3 χρόνια. Τα αποτελέσματα: οι επιπλέον βιταμίνες δε φάνηκε ούτε να προστατεύουν έναντι δευτερογενών καρδιαγγειακών επεισοδίων ή θανάτου ούτε να βλάπτουν.
Μια άλλη μελέτη εξέτασε την επίδραση των βιταμινών στη γνωστική λειτουργία. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν σχεδόν 6.000 άντρες γιατροί ηλικίας 65 ετών και άνω, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για 12 χρόνια. Τα αποτελέσματα: η χρήση πολυβιταμινών δεν επιβράδυνε την εξασθένηση των γνωστικών λειτουργιών. Δεν υπήρξε καμία διαφορά στη μεταβολή της γνωστικής λειτουργίας ή τη λεκτική μνήμη μεταξύ εκείνων που πήραν και εκείνων που δεν πήραν πολυβιταμίνες, κάτι που υποδηλώνει ότι είτε η δόση των βιταμινών ήταν πολύ χαμηλή είτε πρόκειται για μια καλά διατρεφόμενη ομάδα ανθρώπων. Τα ευρήματα είναι συμβατά με ανασκόπηση καλής ποιότητας μελετών, σε 12 από τις οποίες αξιολογήθηκαν τα συμπληρώματα διατροφής, συμπεριλαμβανομένων των πολυβιταμινών, των βιταμινών του συμπλέγματος Β, των βιταμινών Ε και C και των Ω – 3 λιπαρών οξέων, σε άτομα με ήπια γνωστική ανεπάρκεια ή ήπια έως μέτρια άνοια. Κανένα από τα συμπληρώματα δε βελτίωσε τη γνωστική λειτουργία.
Επίσης, μια ανασκόπηση από την USPSTF (U.S. Preventive Services Task Force) 26 μελετών για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των συμπληρωμάτων στην πρόληψη των καρδιακών παθήσεων, του καρκίνου και του θανάτου δε βρήκε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι πολυβιταμίνες είναι ευεργετικές.
Άλλες μελέτες που έχουν αξιολογήσει το ρόλο των πολυβιταμινών και ιχνοστοιχείων στην πρωτογενή ή δευτερογενή πρόληψη των χρόνιων ασθενειών έχουν βρει μηδενικά αποτελέσματα ή πιθανές επιβλαβείς συνέπειες. Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι η β – καροτίνη, η βιταμίνη Ε και, ενδεχομένως, οι υψηλές δόσεις της βιταμίνης Α αυξάνουν τη θνησιμότητα και ότι άλλα αντιοξειδωτικά, το φυλλικό οξύ και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, καθώς και τα συμπληρώματα πολυβιταμινών δεν έχουν σαφές όφελος.
Παρά τις απογοητευτικές αποδείξεις ότι δεν υπάρχει όφελος ή ότι μπορεί να προκληθεί πιθανή βλάβη, η χρήση των πολυβιταμινούχων σκευασμάτων αυξήθηκε δραματικά την τελευταία 25ετία. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Το μήνυμα είναι απλό:
Τα περισσότερα συμπληρώματα δεν εμποδίζουν τις χρόνιες ασθένειες ή τον θάνατο, η χρήση τους δεν είναι δικαιολογημένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.
Αυτό το μήνυμα είναι ιδιαίτερα αληθές για το γενικό πληθυσμό χωρίς σαφή αποδεικτικά στοιχεία για ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά, κάτι που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των χρηστών συμπληρωμάτων διατροφής, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες.
Τα παραπάνω στοιχεία έχουν συνέπειες και για την έρευνα. Τα αντιοξειδωτικά, το φολικό οξύ και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β είναι επιβλαβείς ή αναποτελεσματικές για την πρόληψη των χρόνιων ασθενειών και δεν δικαιολογούνται πλέον άλλες μεγάλες κλινικές μελέτες πρόληψης. Η βιταμίνη D, ωστόσο, είναι μια ανοιχτή περιοχή έρευνας, ιδιαίτερα σε άτομα με ανεπάρκεια. Οι κλινικές μελέτες έχουν διφορούμενα και μερικές φορές αντιφατικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, τα συμπληρώματα βιταμίνης D, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην πρόληψη των πτώσεων σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, μείωσαν τον κίνδυνο των πτώσεων σε μερικές μελέτες, δεν είχαν καμία επίδραση στις περισσότερες, ενώ προκάλεσαν αύξηση (!!!) των πτώσεων σε 1 μελέτη.
Παρά το γεγονός ότι χρειάζονται μελλοντικές μελέτες για να διευκρινιστεί η κατάλληλη χρήση των συμπληρωμάτων βιταμίνης D, η σημερινή εκτεταμένη χρήση τους δε βασίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία ότι τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων.
Εν κατακλείδι, η β-καροτίνη, η βιταμίνη Ε και, ενδεχομένως, οι υψηλές δόσεις των συμπληρωμάτων βιταμίνης Α είναι βλαβερές. Άλλα αντιοξειδωτικά, το φυλλικό οξύ και οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, καθώς και οι πολυβιταμίνες και τα συμπληρώματα ιχνοστοιχείων είναι αναποτελεσματικά για την πρόληψη της θνησιμότητας ή νοσηρότητας που οφείλονται σε μείζονες χρόνιες ασθένειες.
Τα συμπληρώματα διατροφής σε καλά διατρεφόμενους ενήλικες δεν έχουν σαφές όφελος και θα μπορούσαν ακόμη και να είναι βλαβερά. Έτσι, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την πρόληψη των χρόνιων ασθενειών.
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά
Η λευκωματουρία στους διαβητικούς ασθενείς
Ποιος είναι ο ρόλος της λευκωματίνης (αλβουμίνης) ούρων στην πρόβλεψη του καρδιαγγειακού κινδύνου και της ανάπτυξης νεφροπάθειας; Το ερώτημα αυτό προσπαθεί να φωτίσει μια ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στο Diabetes Care.
Ο σκοπός της μελέτης ήταν να επανεξετάσει τα στοιχεία σχετικά με τη λευκωματουρία, δηλ. τον ρυθμό αποβολής αλβουμίνης στα ούρα, και ειδικά της μικρολευκωματινουρίας (δηλ. λόγος αλβουμίνης/κρεατινίνη ούρων 30-300 mg/g) σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη στο πλαίσιο του καρδιαγγειακού κινδύνου και της εξέλιξης της χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ).
Η λευκωματουρία αντανακλά άμεσα το “φορτίο” της φλεγμονής και της αγγειακής “διαρροής” σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη.
Σε άτομα με διαβήτη, η αλβουμίνη είναι γλυκοζυλιωμένη και σχετίζεται με την παραγωγή ελευθέρων ριζών οξυγόνου. Επιπλέον, πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως τα προϊόντα τελικής γλυκοζυλίωσης, αλλά και άλλες κυτταρικές τοξίνες συμβάλλουν στην αγγειακή βλάβη. Μόλις συμβεί ο τραυματισμός, η επίδραση των ορμονών της αρτηριακής πίεσης, όπως της αγγειοτενσίνης ΙΙ, μεγεθύνεται με αποτέλεσμα την ταχύτερη εξέλιξη της αγγειακής βλάβης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η άμεση ζημιά στα αγγειακά λεία μυϊκά κύτταρα, τα ενδοθηλιακά κύτταρα και τα επιθηλιακά κύτταρα του αγγειακού σπειράματος και της βασικής μεμβράνης του νεφρώνα. Όλα αυτά συμβάλλουν στην ανάπτυξη της λευκωματουρίας.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι δε χρησιμοποιούνται πλέον οι όροι μικρο- και μακρολευκωματουρία, οι οποίοι έχουν αντικατασταθεί από τους όρους μετρίως αυξημένη και σοβαρά αυξημένη αλβουμίνη ούρων. Επιπρόσθετα, συνιστάται η μέτρηση του λόγου αλβουμίνης/κρεατινίνη σε τυχαίο δείγμα ούρων (προτιμάται πρωινό δείγμα) έναντι της 24ωρης συλλογής ούρων.

Τα δεδομένα από την ανασκόπηση υποδεικνύουν ότι η λευκωματουρία είναι ένας σημαντικός προγνωστικός δείκτης κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα και για την ανάπτυξη νεφρικής νόσου.
Λευκωματουρία και καρδιαγγειακός κίνδυνος
Η λευκωματουρία έχει γίνει αποδεκτή ως δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου για έμφραγμα του μυοκαρδίου και εγκεφαλικό επεισόδιο, ανεξάρτητα από την κατάσταση του διαβήτη. Υπάρχουν επαρκή στοιχεία σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, στα οποία η αποβολή αλβουμίνης στα ούρα > 100 mg/ημέρα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης χρόνιας νεφρικής νόσου. Ασθενείς με μακροχρόνιο και ανεπαρκώς ελεγχόμενο διαβήτη είναι πιο πιθανό να έχουν λευκωματουρία απ’ ό,τι τα άτομα χωρίς διαβήτη. Επιπλέον, τα άτομα με λευκωματουρία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανάπτυξη υπέρτασης, έναν σημαντικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου.
Ανεξάρτητα από το διαβήτη, τα άτομα των οποίων η νυκτερινή αρτηριακή πίεση δεν “κάνει βουτιά” στην 24ωρη παρακολούθηση της πίεσης, για οποιοδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης της υπνικής άπνοιας, είναι πιο πιθανό να έχουν λευκωματουρία.
Τέλος, μια μετα-ανάλυση κατέδειξε μια αναλογική σχέση μεταξύ του επιπέδου της λευκωματουρίας και του καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα άτομα με μέτρια λευκωματουρία είχαν 50% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν, ενώ εκείνοι με σοβαρή λευκωματουρία (δηλ. >300 mg/ημέρα) είχαν υπερδιπλάσιο κίνδυνο.
Η μελέτη ΗΟΡΕ (Heart Outcomes Prevention Evaluation) έδειξε ότι η παρουσία οποιουδήποτε βαθμού λευκωματουρίας αύξησε την επίπτωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων (έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρδιαγγειακός θάνατος) σε άτομα με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Επιπλέον, η υπομελέτη MICRO – HOPE έδειξε ότι η μείωση της λευκωματουρίας με τον αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, ραμιπρίλη, συσχετίστηκε με βελτίωση των καρδιαγγειακών εκβάσεων, αλλά και χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης έκδηλης νεφροπάθειας. Αυτά τα αποτελέσματα ήταν ανεξάρτητα από τα αρχικά επίπεδα της λευκωματουρίας.
Λευκωματουρία και κίνδυνος χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ)
Η εξέλιξη της ΧΝΝ μπορεί να οριστεί με 2 τρόπους: ως προοδευτική πτώση στον eGFR γρηγορότερα από την κανονική πτώση 0,8-1 mL/min/έτος ή ως αύξηση της λευκωματουρίας σε >30-300 mg/g. Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο χαμηλότερος eGFR και τα υψηλότερα επίπεδα λευκωματουρίας μπορεί να προβλέψουν τη θνησιμότητα και την ταχύτερη εξέλιξη σε τελικού σταδίου νεφρική νόσο (ESRD) μεταξύ των ατόμων με ΧΝΝ σταδίου 3 (eGFR <60 mL/min/1,73 m2) ή σοβαρότερη.
Σε άτομα με πρώιμο στάδιο νεφροπάθειας (δηλ. στάδιο 2 ή 3a [GFR 45-89 mL/min/1,73 m2]) και μέτρια λευκωματουρία, δεν υπάρχει σαφές όφελος για την επιβράδυνση της πτώσης του GFR από τη μείωση της λευκωματουρίας με φάρμακα, το οποίο να είναι ανεξάρτητο από τη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Έτσι, η μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι ο βασικός στόχος για όλους τους ασθενείς με πρώιμο στάδιο νεφροπάθειας που σχετίζεται με απούσα, ελαφρά ή μέτρια λευκωματουρία.
Στην προσπάθεια να αποσαφηνιστεί περαιτέρω ο ρόλος της μέτριας λευκωματουρίας ως προγνωστικός δείκτης της εξέλιξης της ΧΝΝ, αρκετές μελέτες απέτυχαν να δείξουν συνεπή συσχέτιση ή προστασία, υποδηλώνοντας ότι η μέτρια λευκωματουρία δεν είναι συνώνυμη με την παθολογική παρουσία της διαβητικής νεφροπάθειας. Συνεπώς, η ελαφρά ή μέτρια λευκωματουρία μπορεί να αντιπροσωπεύει μια υποκείμενη φλεγμονώδη κατάσταση.
Όταν τα επίπεδα της λευκωματουρίας είναι πολύ υψηλά γίνεται αποδεκτό ότι ο ασθενής έχει ΧΝΝ και είναι πιθανό να εξελιχθεί τελικά σε νεφρική νόσο τελικού σταδίου, αν δεν πεθάνει από κάποιο καρδιαγγειακό σύμβαμα. Η σταδιακή αύξηση της λευκωματουρίας σε επίπεδα που σχετίζονται με νεφροπάθεια μπορεί να σχετίζεται με κάποια γενετική προδιάθεση σε μια υποομάδα ασθενών, ιδιαίτερα σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό νεφροπάθειας. Ωστόσο, σε ορισμένους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η εξέλιξη σε τελικού σταδίου νεφρική νόσο (ESRD) μπορεί να επέλθει χωρίς ποτέ να έχουν αναπτυχθεί επίπεδα λευκωματουρίας ≥ 300 mg/g.
Συμπερασματικά, τα δεδομένα από τις μελέτες υποδηλώνουν ότι η ελαφρά έως μέτρια λευκωματουρία, από μόνη της, δεν είναι συνώνυμη με την παρουσία της σαφώς οριζόμενης ΧΝΝ στον διαβήτη, αν και χρησιμοποιείται ως μέρος των κριτηρίων για τη διάγνωση της ΧΝΝ στην πιο πρόσφατη ταξινόμηση και σταδιοποίηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο μια υποομάδα ~ 25-30% των ατόμων με διαβήτη που έχουν επίσης ελαφρά έως μέτρια λευκωματουρία πιθανότατα θα εξελιχθούν σε πιο προχωρημένα στάδια ΧΝΝ.
Προγνωστικοί παράγοντες της εξέλιξης σε νεφρική νόσο τελικού σταδίου, εκτός από το οικογενειακό ιστορικό και τα πολλά χρόνια ανεπαρκούς γλυκαιμικού ή ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης δεν έχουν ακόμη πλήρως καθοριστεί. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι γενετικοί δείκτες, όπως τα CUBN και APOL1, η χρήση τους στην πράξη δεν είναι καλά εδραιωμένη. Ένα οικογενειακό ιστορικό της πάθησης είναι ένας ισχυρός προγνωστικός δείκτης του κινδύνου για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της ΧΝΝ σε ασθενείς με λευκωματουρία. Ως εκ τούτου, όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να ερωτώνται για το οικογενειακό ιστορικό ΧΝΝ ή τους συγγενείς τους που χρειάστηκαν αιμοκάθαρση. Το χαμηλό βάρος γέννησης είναι ένας άλλος παράγοντας πρόβλεψης του κινδύνου εξέλιξης της ΧΝΝ, ειδικά στον διαβήτη, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη αύξηση της λευκωματουρίας (>300 mg/g), όταν οι υπόλοιποι παράγοντες κινδύνου, όπως η αρτηριακή πίεση, η πρόσληψη αλατιού και τα λιπίδια ελέγχονται επαρκώς, είναι συνήθως ενδεικτική της εξέλιξης της υποκείμενης ΧΝΝ ανεξάρτητα από την αιτία.
Η εξέλιξη της λευκωματουρίας, όταν η αρτηριακή πίεση και οι άλλοι παράγοντες κινδύνου ελέγχονται επαρκώς, προμηνύει κακή πρόγνωση για τη νεφρική λειτουργία με την πάροδο του χρόνου.
Οι πρόσφατες εξελίξεις μας επέτρεψαν να αποκτήσουμε μια καλύτερη κατανόηση της επιδημιολογίας, της παθοφυσιολογίας και κλινικής σημασίας της λευκωματουρίας μεταξύ των ασθενών με και χωρίς διαβήτη.
Είναι σημαντικό να γίνεται επιθετική αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου νωρίς στην πορεία του διαβήτη, με επικέντρωση στον εντατικό γλυκαιμικό έλεγχο και τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης για να καθυστερήσει η ανάπτυξη νεφρικής νόσου και να μειωθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Η λευκωματουρία είναι ένας δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου και θα πρέπει να παρακολουθείται, σύμφωνα με τις οδηγίες, τουλάχιστον 1 φορά το χρόνο (βλ. παρακάτω πίνακα) για την ενδεχόμενη εξέλιξή της, αλλά και τον κίνδυνο ανάπτυξης νεφρικής νόσου, ιδίως εάν το σάκχαρο, τα λιπίδια και η αρτηριακή πίεση είναι εντός των θεραπευτικών στόχων.
Πηγές: KDIGO, Diabetes Care
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
Με την “Ανοιχτή Αγκαλιά” στη Λήμνο
Οι εθελοντές των Φίλων Κοινωνικής Παιδιατρικής & Ιατρικής “Ανοιχτή Αγκαλιά” επέστρεψαν από την εκστρατεία στα νησιά Ψαρά, Άγιο Ευστράτιο και Λήμνο (5-15 Απριλίου) με τις καλύτερες εντυπώσεις από την υποδοχή των κατοίκων τους και έχοντας τις αποσκευές τους γεμάτες χαρά και ικανοποίηση για το έργο που προσέφεραν σε μικρούς και μεγάλους.

Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος, Λήμνος: Τα ακριτικά νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.
Η ανεπαρκής ιατρική κάλυψη των νησιών, ο αστάθμητος παράγοντας των καιρικών συνθηκών και η άσχημη κατάσταση των ακτοπλοϊκών συνδέσεων δεν επιτρέπει την τακτική υποβολή των κατοίκων τους σε ιατρικές εξετάσεις. Για τον λόγο αυτό η “Ανοιχτή Αγκαλιά” επισκέφτηκε για άλλη μια χρονιά τα ακριτικά αυτά νησιά με στόχο να παράσχει ιατρικές υπηρεσίες που θα βελτιώσουν την υγεία και ζωή των κατοίκων.
Ευχαριστούμε!
- Δημοσιεύθηκε στο Εθελοντισμός
Εμμηνόπαυση: αλήθειες και ψέματα
Τη δεκαετία του ’90 η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης ήταν πολύ διαδεδομένη σε γυναίκες ηλικίας 50-55 ετών, καθώς ζητούσαν να θεραπεύουν τα βασανιστικά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης διότι πίστευαν ότι η ορμονική θεραπεία βελτιώνει το προσδόκιμο επιβίωσης.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της μελέτης Women’s Health Initiative (WHI), που έδειξαν ότι, σε γυναίκες με μέση ηλικία τα 63 έτη, η ορμονική θεραπεία με οιστρογόνα και προγεστερινοειδή αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και καρδιαγγειακών επεισοδίων, υπήρξε έντονη ανησυχία και διάσταση απόψεων σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους της ορμονικής θεραπείας. Η μεγάλη αρνητική δημοσιότητα που δόθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχε αποτέλεσμα πολλές γυναίκες με βασανιστικά εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα να αρνηθούν να πάρουν ορμονική θεραπεία και να υποφέρουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι αυτά να περάσουν χωρίς θεραπεία.
Δέκα χρόνια μετά, μια προσεκτική επανεκτίμηση των μέχρι σήμερα διαθέσιμων κλινικών μελετών έρχεται να αποκαταστήσει την αλήθεια για την ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση και να απαντήσει στα ερωτήματα και τις ανησυχίες που απασχολούν ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού. Για παράδειγμα, σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι η μονοθεραπεία με οιστρογόνα (χωρίς προγεστερινοειδή) μειώνει το κίνδυνο για καρκίνο του μαστού και η μείωση αυτή του κινδύνου διατηρείται για αρκετά χρόνια και μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Η εμμηνόπαυση
Η εμμηνόπαυση αποτελεί την οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως και της αναπαραγωγικής φάσης στη ζωή μιας γυναίκας. Φυσιολογικά η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη. Η εμμηνόπαυση αποτελεί φυσιολογικό γεγονός και όχι ασθένεια.
Αν σκεφτεί κανείς ότι το προσδόκιμο επιβίωσης των Ελληνίδων είναι σήμερα τα 82 έτη, γίνεται αντιληπτό ότι η Ελληνίδα περνάει πάνω από το 1/3 της ζωής της σε εμμηνόπαυση.
Τα κύρια εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα, τα οποία οφείλονται στην έλλειψη οιστρογόνων, είναι οι εξάψεις, οι νυχτερινές εφιδρώσεις και οι αϋπνίες. Στα συμπτώματα αυτά έρχεται να προστεθεί ο πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, αποτέλεσμα της ατροφίας του κολπικού επιθηλίου. Τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα έχουν τη μεγαλύτερή τους ένταση 1 χρόνο μετά την οριστική διακοπή της εμμηνορρυσίας και διαρκούν κατά μέσο όρο για 2 χρόνια. Οπως φάνηκε από ελληνική μελέτη, η παρουσία εξάψεων συσχετίζεται και με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς γυναίκες με εξάψεις παρουσιάζουν σημαντική δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων, ενώ γυναίκες χωρίς εξάψεις έχουν φυσιολογική αγγειακή ενδοθηλιακή λειτουργία (Bechlioulis, Kalantaridou, Naka et al. J Clin Endocrinol Metab 2010; 95: 1199). Η ίδια ερευνητική ομάδα έδειξε ότι, στις γυναίκες με εξάψεις, η ορμονική θεραπεία βελτιώνει τις εξάψεις και αποκαθιστά στο φυσιολογικό την αγγειακή ενδοθηλιακή λειτουργία (Bechlioulis, Naka, Kalantaridou et al. Maturitas 2012; 71: 389).
Η θεραπευτική προσέγγιση μιας εμμηνοπαυσιακής γυναίκας στοχεύει στη βελτίωση του τρόπου ζωής της με σωστή διατροφή, άσκηση και μείωση (ή καλύτερα διακοπή) του καπνίσματος. Κύριο μέλημα του γιατρού της θα πρέπει να είναι και η ανακούφισή της από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής της σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή από πλευράς φυσιολογικών και ψυχολογικών αλλαγών. Ο ιδανικός χρόνος έναρξης της θεραπείας είναι κατά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, εφ’όσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις. Η διάρκεια της αγωγής πρέπει να εξατομικεύεται και να προσαρμόζεται ανάλογα με τα συμπτώματα, την ανάγκη για πρόληψη των μακροχρόνιων επιπλοκών της εμμηνόπαυσης καθώς και την επιθυμία της κάθε γυναίκας.
Τον Ιανουάριο 2014, το Αμερικάνικο Κολλέγιο Μαιευτήρων-Γυναικολόγων δημοσίευσε νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία των εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων (ACOG Committee Opinion 141, Obstet Gynecol 2014; 123: 202). Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, στις γυναίκες με φυσιολογική ή χειρουργική εμμηνόπαυση μετά το 45ο έτος της ηλικίας, η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης είναι η πλέον αποτελεσματική θεραπεία για τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα. Επίσης η ορμονική θεραπεία συστήνεται σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης, ειδικά εάν συνυπάρχουν εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.
Σήμερα η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ορμονικών προϊόντων και οδών χορήγησης, με διαφορετικούς κινδύνους και οφέλη. Συνιστάται να χορηγείται «η μικρότερη δοσολογία» που προσφέρει ανακούφιση από τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα και για το «συντομότερο χρονικό διάστημα». Η χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης αντενδείκνυται σε γυναίκες με ορμονοεξαρτώμενους όγκους (καρκίνο του μαστού ή καρκίνο του ενδομητρίου), με θρομβοεμβολική νόσο, με ηπατική νόσο, καθώς και σε γυναίκες με αδιάγνωστη αιμορραγία από τα γεννητικά όργανα.
Ο κίνδυνος
Πριν ξεκινήσει μια εμμηνοπαυσιακή γυναίκα ορμονική θεραπεία θα πρέπει να προηγηθεί ένας κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος, ο οποίος θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε μαστογραφία και έλεγχο για παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Αν και η πρώτη αιτία θανάτου στις γυναίκες είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο μεγαλύτερος φόβος των γυναικών είναι ο καρκίνος του μαστού. Πρέπει να τονιστεί πως όταν η χρήση θεραπείας υποκατάστασης γίνεται για χρονικό διάστημα μικρότερο από 3 χρόνια, ο κίνδυνος για εμφάνιση καρκίνου του μαστού είναι ελάχιστος, καθώς και ότι 3 χρόνια μετά τη διακοπή της θεραπείας, ο κίνδυνος για καρκίνο του μαστού δεν είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τις γυναίκες που δεν έλαβαν ποτέ ορμονική θεραπεία.
Τα νέα επιστημονικά δεδομένα καταλήγουν ομόφωνα στο ότι για τις περισσότερες γυναίκες η ορμονική θεραπεία στην εμμηνόπαυση, όταν χορηγείται μέσα σε λίγα χρόνια από την εμμηνόπαυση και με σαφείς ενδείξεις, έχει περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους.
Σε κάθε περίπτωση οι αντιπαραθέσεις που παρουσιάζονται στην ιατρική βιβλιογραφία τονίζουν την αναγκαιότητα εξατομίκευσης της ορμονικής θεραπείας. Οι στόχοι για κάθε γυναίκα πρέπει να ιεραρχούνται και ανάλογα να επιλέγεται το καταλληλότερο σκεύασμα, η οδός χορήγησής του, αλλά και οι διάφοροι εναλλακτικοί τρόποι προσέγγισης, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Επειδή οι γνώσεις σήμερα αυξάνονται με καταιγιστικό ρυθμό και οι πληροφορίες προσθέτουν συνεχώς νέα δεδομένα, η συστηματική συνεργασία μεταξύ ιατρού και γυναίκας για την εξεύρεση της ιδανικής κατά περίπτωση αγωγής αποτελεί σε κάθε περίπτωση τη χρυσή τομή.
Πηγή: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα









