Ενδοκρινικοί διαταράκτες: μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Πολλές συνθετικές χημικές ουσίες, που δεν έχουν δοκιμαστεί για τις δυσμενείς επιπτώσεις τους στο ορμονικό σύστημα, θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία, σύμφωνα με μια νέα, από κοινού έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Η από κοινού έκθεση καλεί την επιστημονική κοινότητα για περισσότερη έρευνα ώστε να κατανοηθούν πλήρως οι συσχετισμοί μεταξύ των ενδοκρινικών διαταρακτών (ΕΔ), οι οποίοι βρίσκονται σε πολλά οικιακά και βιομηχανικά προϊόντα, και συγκεκριμένων νοσημάτων και διαταραχών.
Ορισμένες ουσίες, γνωστές ως ενδοκρινικοί διαταράκτες, μπορεί να μεταβάλουν τη λειτουργία του ορμονικού συστήματος αυξάνοντας τον κίνδυνο δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία.
Η ανθρώπινη υγεία εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος μέσω της απελευθέρωσης ορισμένων ορμονών που είναι απαραίτητες για διάφορες λειτουργίες όπως το μεταβολισμό, την ανάπτυξη, τον ύπνο και τη διάθεση. Μερικές ουσίες, οι οποίες μπορούν να αλλάξουν το ορμονικό σύστημα (ενδοκρινικοί διαταράκτες), απαντώνται στη φύση, ενώ συνθετικές ουσίες μπορούν να βρεθούν στα φυτοφάρμακα, τις ηλεκτρονικές συσκευές, τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας και τα καλλυντικά. Μπορούν επίσης να βρεθούν ως πρόσθετα ή προσμείξεις στα τρόφιμα.
Η μέχρι σήμερα πιο ολοκληρωμένη αναφορά σχετικά με τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, αναδεικνύει κάποιες συσχετίσεις μεταξύ της έκθεσης σε αυτές τις ουσίες και διαφόρων προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης της κρυψορχίας σε νέους άνδρες, του καρκίνου του μαστού στις γυναίκες, του καρκίνου του προστάτη, αναπτυξιακών επιδράσεων στο νευρικό σύστημα στα παιδιά και καρκίνων των ενδοκρινών αδένων, όπως του θυρεοειδούς.
Ο άνθρωπος μπορεί να εκτεθεί με πολλούς τρόπους στους ενδοκρινικούς διαταράκτες.
Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορούν να εισέλθουν στο περιβάλλον, κυρίως μέσω βιομηχανικών και αστικών λυμάτων, γεωργικών απορροών και της καύσης ή της απόρριψης αποβλήτων. Η έκθεση του ανθρώπου μπορεί να συμβεί μέσω της κατανάλωσης τροφής και νερού, εισπνοής αερίων και σωματιδίων και της επαφής με το δέρμα.
“Τα χημικά προϊόντα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής και στηρίζουν πολλές εθνικές οικονομίες, αλλά η σαθρή διαχείρισή τους απειλεί την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης για όλους”, είπε ο Εκτελεστικός Διευθυντής του UNEP, Achim Steiner, ενώ πρόσθεσε ότι “το επενδύειν σε νέες μεθόδους έρευνας μπορεί να ενισχύσει την κατανόηση του κόστους από την έκθεση στους ενδοκρινικούς διαταράκτες και να συμβάλει στη μείωση των κινδύνων, μεγιστοποιώντας τα οφέλη και αναδεικνύοντας πιο έξυπνες επιλογές και εναλλακτικές λύσεις που αντανακλούν τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία”.
“Χρειαζόμαστε επειγόντως περισσότερη έρευνα για να αποκτήσουμε μια πληρέστερη εικόνα των επιπτώσεων των ενδοκρινικών διαταρακτών στην υγεία και το περιβάλλον. ” Dr Maria Neira, Διευθύντρια του ΠΟΥ για τη Δημόσια Υγεία και το Περιβάλλον “Έχουμε όλοι την ευθύνη για την προστασία των μελλοντικών γενεών.”
Εκτός από την έκθεση σε χημικές ουσίες, και άλλοι περιβαλλοντικοί και μη-γενετικοί παράγοντες, όπως η ηλικία και η διατροφή, θα μπορούσαν να είναι μεταξύ των αιτίων για τις πιθανές παρατηρούμενες αυξήσεις στα νοσήματα ή τις διάφορες διαταραχές. Αλλά, το να επισημάνουμε με ακρίβεια τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι εξαιρετικά δύσκολο λόγω του μεγάλου κενού γνώσης που υπάρχει. Οι έρευνες δείχνουν τόσο ότι κοινότητες σε όλο τον κόσμο εκτίθενται σε ενδοκρινικούς διαταράκτες όσο και τους συναφείς κινδύνους τους. Ο ΠΟΥ θα συνεργαστεί με τους εταίρους για να ερευνήσει τις σχέσεις των ενδοκρινικών διαταρακτών με την ανθρώπινη υγεία, προκειμένου να μετριαστούν οι κίνδυνοι.
Η έκθεση θέτει επίσης παρόμοιες ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των ενδοκρινικών διαταρακτών στην πανίδα. Η υπογονιμότητα, αλλά και άλλες ανωμαλίες σε είδη τόσο στην ξηρά (π.χ. ελάφια) όσο και τη θάλασσα (θαλάσσιοι λέοντες) μπορεί επίσης να είναι εν μέρει λόγω της έκθεσής τους σε διάφορα μίγματα PCBs, στο εντομοκτόνο DDT, άλλους οργανικούς ρύπους, αλλά και μέταλλα όπως ο υδράργυρος. Εν τω μεταξύ, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί σχετικά με τη χρήση των ενδοκρινικών διαταρακτών έχουν συσχετιστεί με την ανάκαμψη των πληθυσμών άγριας ζωής και τη μείωση των προβλημάτων υγείας.
Η μελέτη κάνει μια σειρά από συστάσεις για τη βελτίωση της παγκόσμιας γνώσης γι’ αυτές τις χημικές ουσίες, τη μείωση των πιθανών κινδύνων και των σχετικών δαπανών. Αυτές περιλαμβάνουν:
- Δοκιμές: Οι γνωστοί ΕΔ είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» και απαιτούνται πιο ολοκληρωμένες μέθοδοι ελέγχου για τον εντοπισμό και άλλων πιθανών ενδοκρινικών διαταρακτών, τις πηγές τους καθώς και τους τρόπους έκθεσης.
- Έρευνα: Απαιτούνται περισσότερα επιστημονικά στοιχεία για τον προσδιορισμό των επιπτώσεων των συνδυασμών των ΕΔ στον άνθρωπο και την άγρια πανίδα (κυρίως από βιομηχανικά υποπροϊόντα).
- Αναφορές: Πολλές πηγές ΕΔ είναι άγνωστες, λόγω των ανεπαρκών αναφορών και πληροφοριών σχετικά με τις χημικές ουσίες στα προϊόντα, υλικά και αγαθά.
- Συνεργασίες: Η ανταλλαγή περισσότερων δεδομένων μεταξύ των επιστημόνων και μεταξύ των χωρών μπορεί να καλύψει το κενό δεδομένων, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις αναδυόμενες οικονομίες.
“Η έρευνα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια και δείχνει ότι η ενδοκρινική διατάραξη είναι πολύ πιο εκτεταμένη και περίπλοκη από ό,τι είχαμε συνειδητοποιήσει πριν από μια δεκαετία”, δήλωσε ο καθηγητής Åke Bergman του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και Αρχισυντάκτης της έκθεσης. “Καθώς η επιστήμη συνεχίζει να προοδεύει, είναι καιρός τόσο για τη διαχείριση των χημικών ενδοκρινικών διαταρακτών όσο και για περαιτέρω έρευνα σχετικά με την έκθεση και τις επιπτώσεις αυτών των χημικών ουσιών στην άγρια ζωή και τους ανθρώπους.”
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά
Παχυσαρκία: μύθοι και αλήθειες (3ο μέρος): αλήθειες
Η αναφορά μας στους μύθους και τις υποθέσεις για την παχυσαρκία δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν και πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα.
Πραγματικότητα 1: Η κληρονομικότητα δεν αποτελεί πεπρωμένο.
Παρά το γεγονός ότι οι γενετικοί παράγοντες παίζουν μεγάλο ρόλο, μελέτες δείχνουν ότι ακόμη και μέτριες περιβαλλοντικές αλλαγές μπορούν να προάγουν τόση απώλεια βάρους όση και τα πλέον αποτελεσματικά διαθέσιμα φάρμακα. Αν μπορούμε να εντοπίσουμε βασικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες και με επιτυχία να τους επηρεάσουμε, μπορούμε να επιτύχουμε κλινικά σημαντικές μειώσεις στην παχυσαρκία.
Πραγματικότητα 2: Οι δίαιτες (δηλαδή, η μειωμένη ενεργειακή πρόσληψη) είναι πολύ αποτελεσματικές για τη μείωση του βάρους, αλλά είναι διαφορετικό το να προσπαθεί κάποιος να κάνει δίαιτα από το να συστήνουμε σε κάποιον να κάνει δίαιτα.
Αυτή η φαινομενικά προφανής διάκριση συχνά απουσιάζει και η απουσία της οδηγεί σε λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τις πιθανές θεραπείες για την παχυσαρκία. Αναγνωρίζοντας αυτή τη διάκριση βοηθά στο να κατανοήσουμε ότι η μειωμένη ενεργειακή πρόσληψη είναι η απόλυτη διαιτητική παρέμβαση και ότι προσεγγίσεις όπως η κατανάλωση περισσότερων λαχανικών ή καθημερινού πρωινού είναι πιθανό να βοηθήσουν μόνο αν συνοδεύονται από μια συνολική μείωση της πρόσληψης ενέργειας.
Πραγματικότητα 3: Η αυξημένη σωματική άσκηση βελτιώνει την υγεία ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος ή την απώλεια βάρους.
Η άσκηση περιορίζει τις επιβλαβείς για την υγεία επιδράσεις της παχυσαρκίας, ακόμη και χωρίς απώλεια βάρους.
Πραγματικότητα 4: Η σωματική άσκηση σε επαρκή ποσότητα συμβάλλει στη μακροπρόθεσμη διατήρηση του σωματικού βάρους.
Τα προγράμματα σωματικής δραστηριότητας είναι σημαντικά, ειδικά για τα παιδιά, αλλά για να επηρεαστεί το σωματικό βάρος, θα πρέπει να υπάρχει μια ουσιαστική ποσότητα κίνησης και όχι απλή συμμετοχή.
Πραγματικότητα 5: Η συνέχιση των συνθηκών που προάγουν την απώλεια βάρους προωθεί τη διατήρηση χαμηλότερου σωματικού βάρους.
Η παχυσαρκία είναι καλύτερα αντιληπτή ως μια χρόνια κατάσταση που απαιτεί συνεχή αντιμετώπιση για τη διατήρηση μακροπρόθεσμης απώλειας βάρους.
Πραγματικότητα 6: Για τα υπέρβαρα παιδιά, προγράμματα που αφορούν στους γονείς και το οικιακό περιβάλλον συμβάλλουν σε μεγαλύτερη απώλεια ή διατήρηση του σωματικού βάρους.
Τα προγράμματα που παρέχονται μόνο στα σχολεία μπορεί να είναι βολικά ή να εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά εκείνα που περιλαμβάνουν παρεμβάσεις που εμπλέκουν τους γονείς και παρέχονται στο σπίτι είναι πιθανό να αποφέρουν καλύτερα αποτελέσματα.
Πραγματικότητα 7: Η παροχή γευμάτων και η χρήση προϊόντων αντικατάστασης γευμάτων συμβάλλουν σε μεγαλύτερη απώλεια βέρους.
Η καλύτερη δομή των γευμάτων συνδέεται με μεγαλύτερη απώλεια βάρους σε σύγκριση με φαινομενικά ολιστικά προγράμματα που βασίζονται στις έννοιες της διατροφικής ισορροπίας και ποικιλίας.
Πραγματικότητα 8: Ορισμένα φάρμακα μπορούν να βοηθήσουν τους ασθενείς να επιτύχουν κλινικά σημαντική απώλεια βάρους και να διατηρήσουν αυτή τη μείωση όσο τα φάρμακα εξακολουθούν να χορηγούνται.
Ενώ μαθαίνουμε πώς να αλλάζουμε το περιβάλλον και να παρεμβαίνουμε σε ατομικές συμπεριφορές για την πρόληψη της παχυσαρκίας, μπορούμε και να προσφέρουμε αποτελεσματικές θεραπείες σε παχύσαρκα άτομα.
Πραγματικότητα 9: Σε κατάλληλους ασθενείς, η βαριατρική χειρουργική συμβάλλει στη μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους και την ελάττωση της επίπτωσης του σακχαρώδη διαβήτη και της θνησιμότητας.
Για σοβαρά παχύσαρκα άτομα, η βαριατρική χειρουργική μπορεί, ορισμένες φορές, να αποτελέσει μια, σωτήρια για τη ζωή, θεραπεία.
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά
Παχυσαρκία: μύθοι και αλήθειες (2ο μέρος): υποθέσεις
Όπως είναι σημαντικό να παραδεχτούμε ότι ορισμένες ευρέως διαδεδομένες πεποιθήσεις σχετικά με την παχυσαρκία είναι μάλλον αναληθείς (μύθοι), είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν υποθέσεις, ευρέως αποδεκτές, που δεν έχουν αποδειχθεί ούτε διαψευσθεί, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε για τη συλλογή στοιχείων που να τις υποστηρίζουν ή να τις διαψεύδουν.
Υπόθεση 1: Η τακτική κατανάλωση (έναντι της παράλειψης) πρωινού γεύματος προστατεύει από την παχυσαρκία.
Η υπόθεση βασίζεται στην αντίληψη ότι η παράλειψη πρωινού οδηγεί σε υπερκατανάλωση τροφής στο υπόλοιπο της ημέρας. Ωστόσο, 2 τυχαιοποιημένες μελέτες που συνέκριναν το αποτέλεσμα της κατανάλωσης έναντι της παράλειψης του πρωινού δεν έδειξαν καμία επίδραση στο σωματικό βάρος του συνολικού δείγματος.
Υπόθεση 2: Η πρώιμη παιδική ηλικία είναι η περίοδος κατά την οποία αποκτούμε συνήθειες σχετικές με τη διατροφή και τη σωματική άσκηση που επηρεάζουν το βάρος μας σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.
Η υπόθεση βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) καθώς και οι διατροφικές συμπεριφορές και προτιμήσεις της παιδικής ηλικίας σχετίζονται με αυτές της ενήλικης ζωής. Ωστόσο, παρότι ο ΔΜΣ τείνει να ακολουθεί μια τάση καθώς ένα άτομο μεγαλώνει, διαχρονικές μελέτες υποδηλώνουν ότι αυτή η τάση μάλλον ακολουθεί ένα γενετικά καθορισμένο πρότυπο και δεν αποτελεί μια επίμονη επίδραση της μάθησης κατά την παιδική ηλικία.
Υπόθεση 3: Η κατανάλωση περισσότερων φρούτων και λαχανικών θα οδηγήσει σε απώλεια περισσότερου ή πρόσληψη λιγότερου βάρους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν άλλες αλλαγές στη συμπεριφορά ή το περιβάλλον ενός ατόμου.
Η υπόθεση βασίζεται στην ιδέα ότι τρώγοντας περισσότερα φρούτα και λαχανικά, ένα άτομο, προφανώς αυθόρμητα, τρώει λιγότερο από άλλα τρόφιμα, και η προκύπτουσα μείωση των συνολικών θερμίδων είναι μεγαλύτερη από την αύξηση των θερμίδων από τα φρούτα και τα λαχανικά.
Πράγματι, η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών έχει οφέλη για την υγεία. Ωστόσο, όταν δεν υπάρχουν αλλαγές στη συμπεριφορά που να συνοδεύουν την αυξημένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, μπορεί να συμβεί αύξηση στο σωματικό βάρος ή να μην υπάρχει καμία αλλαγή σε αυτό.
Υπόθεση 4: Η αυξομείωση του σωματικού βάρους σχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα.
Αν και επιδημιολογικές μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι η αστάθεια του σωματικού βάρους συνδέεται με αυξημένη θνησιμότητα, τέτοια ευρήματα πιθανόν να οφείλονται σε συγχυτικούς παράγοντες σχετικά με την κατάσταση της υγείας. Μελέτες σε ζωικά μοντέλα δεν υποστηρίζουν αυτές τις επιδημιολογικές συσχετίσεις.
Υπόθεση 5: Η κατανάλωση ενδιάμεσων γευμάτων (snack) συμβάλλει στην πρόσληψη βάρους και την παχυσαρκία.
Η υπόθεση είναι ότι τα ενδιάμεσα γεύματα δε σταθμίζονται επαρκώς σχετικά με τα υπόλοιπα γεύματα της ημέρας, οδηγώντας με τον τρόπο αυτόν σε αύξηση του σωματικού βάρους. Τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες ωστόσο δεν υποστηρίζουν ούτε αυτήν την υπόθεση. Επιπλέον, διάφορες μελέτες παρατήρησης δεν έχουν δείξει μια σταθερή συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης ενδιάμεσων γευμάτων και της παχυσαρκίας ή του αυξημένου ΔΜΣ.
Υπόθεση 6: Η περιβαλλοντική δομή, σε ό,τι αφορά στη διαθεσιμότητα πεζόδρομων και πάρκων, μπορεί να επηρεάσει την παχυσαρκία.
Η υπόθεση βασίζεται στην ιδέα ότι τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της γειτονιάς μπορούν να προάγουν ή να αναχαιτίσουν τη σωματική δραστηριότητα, επηρεάζοντας έτσι την παχυσαρκία.
Σύμφωνα με μια συστηματική ανασκόπηση, σχεδόν όλες οι μελέτες που δείχνουν συσχετίσεις μεταξύ του κινδύνου παχυσαρκίας και των παραμέτρων του δομημένου περιβάλλοντος (π.χ. πάρκα, δρόμοι και αρχιτεκτονική) έχουν χαρακτήρα παρατηρητικό. Επιπλέον, αυτές οι μελέτες παρατήρησης δεν έχουν δείξει συνεπείς συσχετίσεις, έτσι δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Συνεχίζεται…
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά
Παχυσαρκία: μύθοι και αλήθειες (1ο μέρος): μύθοι
Μερικές από τις πιο σταθερές πεποιθήσεις σχετικά με την απώλεια βάρους είναι αναπόδεικτες ή εντελώς αναληθείς.
Πολλές πεποιθήσεις για την παχυσαρκία εμμένουν παρά την απουσία στήριξης από επιστημονικά δεδομένα (τεκμήρια). Κάποιες επιμένουν παρά την ύπαρξη στοιχείων για το αντίθετο (μύθοι).
Η δημοσίευση μη τεκμηριωμένων πεποιθήσεων μπορεί να οδηγήσει σε εφαρμογή πτωχά ενημερωμένων πολιτικών υγείας, σε ανακριβείς κλινικές και δημόσιες συστάσεις και σε μια αντιπαραγωγική κατανομή των ερευνητικών πόρων, ενώ μπορεί να αποσπάσει την προσοχή από χρήσιμες, τεκμηριωμένες πληροφορίες, σύμφωνα με μια ανάλυση που συνέκρινε τις πεποιθήσεις που προωθούνται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα δεδομένα από την επιστημονική βιβλιογραφία.
Μύθος 1: Μικρές αλλαγές στην πρόσληψη ή κατανάλωση ενέργειας θα επιφέρουν μεγάλες, μακροπρόθεσμες αλλαγές στο σωματικό βάρος.
Η ιδέα αυτή βασίζεται στον παλιό κανόνα ότι η δαπάνη ενέργειας 3500 kcal (“θερμίδων”) ισούται με απώλεια βάρους περίπου 0,5 kg (0,45 kg). Αλλά αυτό δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι ενεργειακές απαιτήσεις αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, καθώς αλλάζει η μάζα του σώματος.
Για παράδειγμα, ενώ ο κανόνας των 3500 kcal προβλέπει ότι ένα άτομο που αυξάνει την ημερήσια ενεργειακή δαπάνη κατά 100 kcal (περπάτημα περίπου 1,5 χλμ.) θα χάσει περισσότερο από 23 kg σε μια περίοδο 5 ετών (100 kcal x 365 ημέρες x 5 χρόνια x 0,45 kg / 3500 kcal), η πραγματική απώλεια βάρους είναι μόνο 4,5 kg, αν υποθέσουμε ότι δεν έχει επέλθει καμία αντισταθμιστική αύξηση της θερμιδικής πρόσληψης.
Έτσι, για την επιπλέον απώλεια βάρους, χρειάζεται όλο και περισσότερη σωματική άσκηση και μειωμένη πρόσληψη θερμίδων.
Μύθος 2: Είναι σημαντικό να τίθενται ρεαλιστικοί στόχοι για την απώλεια βάρους, διότι διαφορετικά οι ασθενείς θα απογοητεύονται και θα χάνουν λιγότερο βάρος.
Αν και αυτό είναι μια λογική υπόθεση, τα εμπειρικά δεδομένα δεν δείχνουν αρνητική συσχέτιση μεταξύ φιλόδοξων στόχων και απώλειας βάρους. Αντιθέτως, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι οι πιο φιλόδοξοι στόχοι μερικές φορές σχετίζονται με καλύτερα αποτελέσματα.
Μύθος 3: Η μεγάλη ή γρήγορη απώλεια βάρους σχετίζεται με φτωχότερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα σε σύγκριση με τη βραδεία, σταδιακή απώλεια βάρους.
Στην πραγματικότητα, μελέτες έχουν δείξει ότι η ταχεία απώλεια βάρους οδηγεί σε σημαντικά καλύτερα, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Αν και δεν είναι σαφές γιατί ορισμένα παχύσαρκα άτομα έχουν μεγαλύτερη αρχική απώλεια βάρους από ό,τι κάποια άλλα, μια σύσταση για βραδύτερη απώλεια βάρους μπορεί να επιδράσει αρνητικά στη μακροχρόνια έκβαση της προσπάθειας.
Μύθος 4: Τα μαθήματα Φυσικής Αγωγής, στη σημερινή τους μορφή, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη μείωση ή την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας.
Η Φυσική Αγωγή, όπως παρέχεται συνήθως, δεν έχει αποδειχθεί να ελαττώνει ή να προλαμβάνει την παχυσαρκία. Τα ευρήματα 3 μελετών αναφέρουν ότι ακόμα κι αν υπήρξε αύξηση στην αριθμό των ημερών που τα παιδιά παρακολούθησαν μαθήματα φυσικής αγωγής, οι επιπτώσεις στο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) ήταν ασυνεπείς μεταξύ των φύλων και των ηλικιακών ομάδων. Δύο μετα-αναλύσεις έδειξαν ότι ακόμα και ειδικά σχολικά προγράμματα που προωθούν τη σωματική δραστηριότητα ήταν αναποτελεσματικά στη μείωση του ΔΜΣ ή την επίπτωση ή του επιπολασμού της παχυσαρκίας. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι υπάρχει κάποιος βαθμός σωματικής δραστηριότητας (ένας συνδυασμός της συχνότητας, της έντασης και της διάρκειας) που θα είναι αποτελεσματικός για τη μείωση ή την πρόληψη της παχυσαρκίας. Το ποιος είναι και κατά πόσο αυτός ο συνδυασμός είναι εφικτός σε συμβατικά σχολεία είναι άγνωστο.
Μύθος 5: Ο θηλασμός προστατεύει από την παχυσαρκία.
Μια αναφορά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) δηλώνει ότι τα άτομα που θήλασαν κατά τη βρεφική ηλικία είναι λιγότερο πιθανό να γίνουν παχύσαρκα στη μετέπειτα ζωή τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο ΠΟΥ βρήκε αργότερα σαφείς ενδείξεις μεροληψίας στις δημοσιεύσεις στις οποίες βασίστηκε. Επιπλέον, μελέτες σε αδέλφια καθώς και μια τυχαιοποιημένη μελέτη σε 13000 παιδιά που παρακολουθήθηκαν για περισσότερο από 6 χρόνια δεν ανέδειξαν σαφή στοιχεία ότι ο θηλασμός έχει κάποια επίδραση στην παχυσαρκία. Επειδή, όμως, έχει άλλα πιθανά ευεργετικά οφέλη για το βρέφος και τη μητέρα, συνιστάται ο θηλασμός να ενθαρρύνεται.
Μύθος 6: Κατά τη σεξουαλική επαφή, κάθε άτομο καίει περίπου 100 – 300 θερμίδες.
Κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, ένας άνδρας 70 kg καίει περίπου 3,5 θερμίδες ανά λεπτό. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο μέσος χρόνος μιας διέγερσης και του οργασμού είναι περίπου 6 λεπτά, αυτός ο άνδρας θα μπορούσε να “κάψει” συνολικά περίπου 21 θερμίδες. Αλλά θα έκαιγε περίπου 7 θερμίδες ανά λεπτό αν καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε τηλεόραση, έτσι το κέρδος της ενεργειακής δαπάνης από τη σεξουαλική επαφή ανέρχεται σε μόλις 14 θερμίδες.
Συνεχίζεται…
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά



