Θυρεοειδής, κύηση και επιπλοκές
Οι έγκυες με νόσο του θυρεοειδούς βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο για επιπλοκές, όπως η προεκλαμψία ή ο πρόωρος τοκετός, επιβεβαιώνουν τα ευρήματα μιας νέας αναδρομικής μελέτης που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism.
“Αν και γνωρίζουμε από προηγούμενες μελέτες ότι τα νοσήματα του θυρεοειδούς σχετίζονται με επιπλοκές της κύησης, αυτή η μελέτη είναι η μεγαλύτερη μέχρι τώρα – πάνω από 220.000 κυήσεις,” δήλωσε η επικεφαλής των ερευνητών Tuija Männistö, MD, από τα National Institutes for Health (ΝΙΗ) και το Eunice Kennedy Shriver National Institute of Child Health and Human Development (NICHD), στο Rockville του Maryland.
Το μέγεθος της μελέτης επέτρεψε στους ερευνητές να εξετάσουν σπάνιες συνθήκες, εξήγησε. “Ήμασταν σε θέση να δούμε σπάνιες επιπλοκές της εγκυμοσύνης … και σπάνιες ασθένειες του θυρεοειδούς. Βρήκαμε ότι ο υποθυρεοειδισμός – που οφείλεται σε αυτοάνοση νόσο ή χειρουργική επέμβαση -, αλλά και ο υπερθυρεοειδισμός σχετίζονται με επιπλοκές της κύησης, όπως υπέρταση, καρδιοπάθειες, πρόωρο τοκετό και πρόκληση τοκετού, ενώ ο υποθυρεοειδισμός συσχετίστηκε επίσης με διαβήτη κύησης και καισαρικές τομές.”
“Το πιο νέο εύρημα ήταν ότι τόσο ο υποθυρεοειδισμός όσο και ο υπερθυρεοειδισμός συσχετίστηκαν με πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα εισαγωγής στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ),” πρόσθεσε.
Οι γιατροί πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι σημαντικό να παρακολουθούν προσεκτικά τις μέλλουσες μητέρες με νόσο του θυρεοειδούς, καθώς οι γυναίκες χρειάζονται κατάλληλα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών για να υποστηρίξουν μια υγιή εγκυμοσύνη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γυναικών στις Ηνωμένες Πολιτείες που γέννησαν την περίοδο 2002-2008. Εντόπισαν 223.512 εγκυμοσύνες, όπου οι γυναίκες γέννησαν ένα μόνο παιδί, συμπεριλαμβανομένων 216.901 γυναικών που δεν είχαν διαγνωστεί με νόσο του θυρεοειδούς.
Σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν νόσο του θυρεοειδούς, τα άτομα με πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν προεκλαμψία, διαβήτη κύησης, πρόωρο τοκετό, πρόκληση τοκετού ή καισαρική τομή. Ήταν επίσης διπλάσιες πιθανότητες να γίνουν εισαγωγή στη ΜΕΘ.
Οι γυναίκες με υπερθυρεοειδισμό είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν προεκλαμψία, πρόωρο τοκετό ή/και πρόκληση τοκετού. Ήταν, επίσης, σχεδόν 4 φορές πιο πιθανό να γίνουν εισαγωγή στη ΜΕΘ.
Οι γυναίκες με ιατρογενή υποθυρεοειδισμό (δηλ. χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς ή προηγούμενη λήψη ραδιενεργού ιωδίου) είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν αποκόλληση του πλακούντα, οπίσθια προβολή ή/και να υποβληθούν σε καισαρική τομή.
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι δεν είχαν πρόσβαση στα δεδομένα θεραπείας, έτσι δεν μπορούσαν να καθορίσουν εάν η επαρκής θεραπεία του θυρεοειδούς θα μπορούσε να μετριάσει τα παραπάνω αποτελέσματα.
“Είναι απαραίτητη η συνέχιση της έρευνας για να διακρίνουμε αν οι γυναίκες με θυρεοειδοπάθεια στην κύηση έχουν υψηλότερο κίνδυνο επιπλοκών λόγω της ίδιας της ασθένειας ή αν η θεραπεία μπορεί πραγματικά να αποτρέψει τις αρνητικές εκβάσεις.”
Πηγή: Medscape
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα, Θυρεοειδής
Θυρεοειδής και χοληστερόλη
PHOENIX, Arizona, Η.Π.Α. – Μόνο στους μισούς από τους ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία συνεστήθη έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα, έδειξε μια νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικών Ενδοκρινολόγων (AACE) από την Devina Willard, MD,του Boston Medical Center, της Μασαχουσέτης.
Ο υποθυρεοειδισμός (δηλ. η υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα) είναι μια σημαντική δευτερογενής αιτία αυξημένης ολικής και LDL χοληστερόλης. Σε περιπτώσεις κλινικού υποθυρεοειδισμού, η θεραπεία υποκατάστασης με λεβοθυροξίνη συχνά ομαλοποιεί τα επίπεδα χοληστερόλης. Για το λόγο αυτό, οι κατευθυντήριες οδηγίες από αρκετές επιστημονικές εταιρείες συνιστούν έλεγχο για υποθυρεοειδισμό.
Κάθε άτομο με αυξημένα επίπεδα LDL χοληστερόλης ή άλλης μορφής υπερλιπιδαιμία πρέπει να υποβάλλεται σε κλινική ή εργαστηριακή αξιολόγηση για να αποκλειστεί δευτερογενής δυσλιπιδαιμία πριν την έναρξη υπολιπιδαιμικής θεραπείας.
Στις αιτίες της δευτερογενούς δυσλιπιδαιμίας περιλαμβάνονται ο διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός, η αποφρακτική ηπατική νόσος, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια καθώς και φάρμακα που αυξάνουν την LDL χοληστερόλη και μειώνουν την HDL χοληστερόλη (προγεσταγόνα, αναβολικά στεροειδή και κορτικοστεροειδή).
Η νέα αυτή μελέτη σχεδιάστηκε για να προσδιοριστεί το ποσοστό της τήρησης των κατευθυντήριων γραμμών από τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. “Το ποσοστό 50% του προσυμπτωματικού ελέγχου είναι λίγο περίεργο. Παρόλο που οι οδηγίες από το NCEP σημειώνουν ότι η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς πρέπει να περιλαμβάνεται στη διαφορική διάγνωση κάθε νεοεμφανιζόμενης δυσλιπιδαιμίας, στην καθιερωμένη κλινική πρακτική φαίνεται συχνά να αγνοούνται”, είπε η ερευνήτρια.
Είναι σημαντικό να θεραπεύεται η υποκείμενη αιτία της υπερλιπιδαιμίας.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν διαγράμματα από ασθενείς ηλικίας 18 ετών και άνω με επίπεδα ολικής χοληστερόλης 200 mg/dL και άνω ή/και LDL χοληστερόλης 160 mg/dL και άνω, που παρακολουθήθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία του Boston Medical Center μεταξύ 2003-2011. Ασθενείς που είχαν προηγουμένως λάβει υπολιπιδαιμική αγωγή ή φάρμακα για το θυρεοειδή αποκλείστηκαν από τη μελέτη.
Από τους 8.795 ασθενείς που διαγνώσθηκαν με υπερχοληστερολαιμία, ελέγχθηκαν τα επίπεδα της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH) μόνο στο 49%. 151 είχαν επίπεδα TSH μεγαλύτερα από 5 mIU/L και 74 είχαν επίπεδα TSH πάνω από 10 mIU/L. Από τους 225 ασθενείς με επίπεδα της TSH ανώτερα των 5 mIU/L (σ.σ. επίπεδα ανώτερα του φυσιολογικού, δηλ. ενδεικτικά υπολειτουργίας του θυρεοειδούς), περίπου οι μισοί (50,7%) έλαβαν θεραπεία με λεβοθυροξίνη.
Από αυτούς 114 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με λεβοθυροξίνη, τα 3/4 δε χρειάστηκαν κάποιο υπολιπιδαιμικό φάρμακο εντός 1 έτους, πιθανώς λόγω του ότι η διόρθωση του υποθυρεοειδισμού τους είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του λιπιδαιμικού τους προφίλ και τη διόρθωση της δυσλιπιδαιμίας, είπε η ερευνήτρια.
Οι κλινικές επιπτώσεις από τα ευρήματα της μελέτης είναι ο προσδιορισμός μιας θεραπεύσιμης αιτίας της δυσλιπιδαιμίας και η ελάττωση του ενδεχόμενου κόστους της μακροχρόνιας αντιμετώπισης της υπερχοληστερολαιμίας σε πολλά άτομα, καθώς και η μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα.
Πηγή: Medscape
- Δημοσιεύθηκε στο Θυρεοειδής
- 1
- 2



