Σακχαρώδης διαβήτης και περιοδοντίτιδα: σχέση δύο κατευθύνσεων
Γράφει η Μαρία Μπουντουβή, Χειρουργός Οδοντίατρος
Οι περιοδοντικές νόσοι, συμπεριλαμβανομένης και της ουλίτιδας, αποτελούν ίσως τις πιο διαδεδομένες νόσους στην ανθρωπότητα. Η περιοδοντίτιδα είναι μια φλεγμονώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από την καταστροφή των στηρικτικών ιστών του δοντιού (ούλα – περιοδοντικός σύνδεσμος – φατνιακό οστό).
Πώς μπορεί όμως μια φλεγμονή των ούλων (ουλίτιδα) να εξελιχθεί σε περιοδοντική νόσο και τελικά σε απώλεια του δοντιού;
Ξεκινώντας από την μικροβιακή φλεγμονή των ούλων, η εξέλιξη στους περιοδοντικούς ιστούς καταλήγει στην καταστροφή των κολλαγόνων ινών του περιοδοντικού συνδέσμου και τελικά στην δημιουργία ενός περιοδοντικού «θυλάκου» μεταξύ του δοντιού και των ούλων. Ο θύλακος αυτός δεν είναι ορατός, ανιχνεύεται όμως με την περιοδοντική μύλη του οδοντιάτρου. Στο έδαφος του θυλάκου επιτείνεται πλέον η φλεγμονή και, ενώ η διαδικασία της οστικής καταστροφής είναι αργή, η απώλεια στήριξης του δοντιού είναι μη αναστρέψιμη.
Ο Σακχαρώδης διαβήτης ως νοσολογική οντότητα χαρακτηρίζεται κυρίως από την αύξηση της γλυκόζης του αίματος λόγω έλλειψης ή ανεπαρκούς δράσης της ινσουλίνης και δύναται να εμφανίσει επιπλοκές σε διαφορετικά συστήματα του οργανισμού (μικρο – ή μακροαγγειοπάθεια, νεφροπάθεια – χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, αμφιβληστροειδοπάθεια, νευροπάθεια περιφερικού και αυτόνομου νευρικού συστήματος, διαταραχές ή αδυναμία επούλωσης τραύματος).
Ποια είναι η σχέση μεταξύ περιοδοντίτιδας και σακχαρώδους διαβήτη;
Η πλειοψηφία των δημοσιευμένων άρθρων μιλάει για την αμφίδρομη σχέση μεταξύ διαβήτη και περιοδοντίτιδας. Αφενός η περιοδοντίτιδα έχει καθιερωθεί ως η 6η επιπλοκή του διαβήτη προστιθέμενη στην ομάδα των πέντε επιπλοκών του που προαναφέραμε αφετέρου η περιοδοντική νόσος σε διαβητικούς ασθενείς μπορεί να οδηγήσει σε απορρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης και ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (τύπου 1 και 2) ως πάθηση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση περιοδοντίτιδας. Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν μεγαλύτερη συχνότητα και σοβαρότητα περιοδοντικών νόσων σε διαβητικούς σε σχέση με τους μη διαβητικούς, με μεγαλύτερη απώλεια πρόσφυσης και φατνιακού οστού, αυξημένη αιμορραγία, κινητικότητα και τελικώς απώλεια δοντιών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο διαβήτης δημιουργεί μεταβολές στο περιοδόντιο των ασθενών (εκφύλιση ιστών, ενασβεστιώσεις των τριχοειδών των ούλων) που ευνοούν την εγκατάσταση και επιδείνωση της φλεγμονής. Επιπλέον δρα βλαπτικά στους αμυντικούς μηχανισμούς του οργανισμού, στη μικρο- και μακροκυκλοφορία, ο οργανισμός γίνεται περισσότερο δεκτικός στις λοιμώξεις, ενώ παράλληλα μειώνεται η ικανότητα του για επούλωση. Γίνεται εμφανές ότι η πορεία της περιοδοντίτιδας, ως φλεγμονής ή ενός στοματικού τραύματος, σε διαβητικούς χωρίς καλό γλυκαιμικό έλεγχο είναι βεβαρυμένη.
Αντίστροφα, η ανάπτυξη περιοδοντίτιδας σε διαβητικούς ασθενείς οδηγεί σε απορρύθμιση του γλυκαιμικού ελέγχου. Αυτό αποδίδεται στο ότι η περιοδοντίτιδα μπορεί να συντηρήσει μια κατάσταση χρόνιας συστηματικής φλεγμονής (όπως διαπιστώνεται από την αύξηση των επιπέδων της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, IL-6, IL-1 και του ινωδογόνου) και να αυξήσει την αντίσταση της ινσουλίνης. Επιπροσθέτως έχει παρατηρηθεί ότι, παρουσία περιοδοντίτιδας, είναι δυνατόν να σημειωθεί αύξηση των επιπέδων IL6, TNFa γεγονός που ενισχύει επιπλέον την αντίσταση της ινσουλίνης.
Μπορεί η θεραπεία της περιοδοντίτιδας να βελτιώσει το γλυκαιμικό έλεγχο;
Η αποτελεσματική περιοδοντική θεραπεία μπορεί να βελτιώσει κάποιες επιπλοκές του διαβήτη και ειδικά την υπεργλυκαιμία ενώ η σοβαρή περιοδοντίτιδα συνδέεται με φτωχό γλυκαιμικό έλεγχο. Το όφελος είναι ιδιαίτερα εμφανές σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, όπου έχουν αναφερθεί περιστατικά με μείωση των επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μετά από περιοδοντική θεραπευτική αντιμετώπιση. Το παραπάνω ενισχύεται από μελέτες (Taylor et al. 1996) που έδειξαν ότι η σοβαρή περιοδοντίτιδα συνδέεται με σημαντική επιδείνωση του γλυκαιμικού ελέγχου των ασθενών.
Η αντίληψη ότι οι περιοδοντικές παθήσεις αφορούν μόνο στα δόντια και τους περιοδοντικούς ιστούς είναι απλοποιημένη. Αντιθέτως είναι εύλογο να αποδοθεί σε αυτές η εμφάνιση ή η επιδείνωση συστηματικών καταστάσεων. Σε πολλούς ανθρώπους οι συνέπειες μιας νόσου του περιοδοντίου μπορεί να είναι σχετικά επουσιώδεις ή υποκλινικές. Σε ευπαθή όμως άτομα, η περιοδοντική νόσος μπορεί να είναι παράγοντας κινδύνου ή να εμπλέκεται στους παθογενετικούς μηχανισμούς συστηματικών καταστάσεων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης.
Η εκπαίδευση των ασθενών για την αντιμετώπιση των προαναφερθέντων καταστάσεων είναι προτεραιότητα. Χρειάζεται συστηματικός έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης σε συνδυασμό με περιοδοντικό έλεγχο και θεραπεία για την προάσπιση της γενικότερης υγείας και της ποιότητας ζωής των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη. Ο περιοδικός ιατρικός και οδοντιατρικός έλεγχος συμβάλλει στην ενημέρωση, την πρόληψη και τον θεραπευτικό έλεγχο αλληλοσυνδεόμενων χρόνιων καταστάσεων, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης και η περιοδοντίτιδα.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
Φραγμοί στη θεραπεία με ινσουλίνη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
Ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) συνεχίζει να αυξάνεται παγκοσμίως, με σημαντικές επιπτώσεις στη νοσηρότητα, τη θνησιμότητα και το κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Όταν οι αρχικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και η χορήγηση από του στόματος αντιδιαβητικών δισκίων δεν επαρκούν για να διατηρήσουν το γλυκαιμικό έλεγχο σε ασθενείς με ΣΔ2, οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν την έναρξη χορήγησης ινσουλίνης και μετέπειτα την πρόοδο της ινσουλινοθεραπείας για την επίτευξη των στόχων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (A1C) (εναλλαγή από τη βασική ινσουλίνη σε προαναμεμειγμένα σχήματα, πρόσθεση δόσης γευματικής ινσουλίνης στο κύριο ή σε περισσότερα γεύματα κ.ο.κ.).
Υπάρχουν μεγάλα κενά στη θεραπεία με ινσουλίνη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Ωστόσο, διάφορες μελέτες έχουν αποκαλύψει μεγάλα κενά στην εφαρμογή της θεραπείας με ινσουλίνη. Μια πληθυσμιακή μελέτη στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε ότι μόνο το 25% των ασθενών που δεν πληρούσαν τους στόχους της A1C (με σχήμα βασικής ινσουλίνης) εντατικοποίησαν τη θεραπεία τους. Αντίστοιχα, σε ένα ακαδημαϊκό κέντρο των ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι λιγότεροι από τους μισούς ασθενείς, των οποίων η ρύθμιση του διαβήτη έχρηζε βελτίωσης, στην πραγματικότητα προχώρησαν σε βελτιστοποίηση της θεραπείας με ινσουλίνη.
Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους δε γίνεται έναρξη ή εντατικοποίηση της θεραπείας με ινσουλίνη, όταν αυτή είναι απαραίτητη;
Ερευνητές από τη Βοστώνη, σε πρόσφατη μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Diabetes Educator συνοψίζουν τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τους φραγμούς στην πρόοδο της ινσουλίνης και τονίζουν τις ευκαιρίες για την υπέρβαση αυτών των εμποδίων. Οι ερευνητές αναζήτησαν τους φραγμούς τόσο στους ασθενείς όσο και στους επαγγελματίες υγείας.
Πώς επηρεάζονται οι πεποιθήσεις και προτιμήσεις των ασθενών σχετικά με τη θεραπεία τους;
Το πώς αντιλαμβάνονται οι ασθενείς τα εμπόδια στη θεραπεία με ινσουλίνη σχετίζεται με την προηγούμενη χρήση ινσουλίνης, τον καλό μεταβολικό έλεγχο, αλλά και τις ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας.
Οι ασθενείς με ΣΔ2 προτιμούν καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης με ταυτόχρονη αποφυγή της αύξησης του σωματικού βάρους και των υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Η έναρξη της θεραπείας με ινσουλίνη αποτελεί ψυχολογικό εμπόδιο, αλλά όταν αυτός ο φραγμός σπάσει, οι ασθενείς δέχονται πιο εύκολα την ενέσιμη θεραπεία ως θεραπευτική επιλογή. Φάνηκε επίσης ότι οι ασθενείς που ελάμβαναν ήδη ινσουλίνη είχαν λιγότερα εμπόδια στις επιπλέον ενέσεις σε σύγκριση με εκείνους που ξεκινούσαν την ινσουλίνη. Ωστόσο, πολλοί φαίνεται ότι ανησυχούν αρκετά για την εξέλιξη της ασθένειας (“μήπως η κατάστασή μου είναι ήδη πολύ βαριά;”) και την εμφάνιση υπογλυκαιμίας.
Ο φόβος της ένεσης μειώνεται δραματικά με την εμπειρία, αλλά σχεδόν το 40% θεωρούν την ένεση επώδυνη και περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς συνδέουν την ινσουλίνη με την αύξηση του σωματικού βάρους.
Από την άλλη, οι ασθενείς που εκπαιδεύονται δίνουν λιγότερη σημασία στην οδό χορήγησης της φαρμακευτικής αγωγής, γεγονός που υποδηλώνει ότι η εκπαίδευση μπορεί να επηρεάσει ευεργετικά την πρόοδο της θεραπείας.
Ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού (“τώρα και οι άλλοι θα σκέφτονται ότι είμαι πολύ άρρωστος”), που στο μυαλό αρκετών ασθενών σχετίζεται με την ινσουλινοθεραπεία, είναι κατά πολύ ελαττωμένος σε ασθενείς που λαμβάνουν ήδη ινσουλίνη έναντι όσων δεν έχουν ξεκινήσει, ίσως λόγω μετατόπισης της στάσης τους ή πρόσθετης εμπειρίας.
Στους χρήστες ινσουλίνης, η βαθμολογία του φορτίου της ινσουλινοθεραπείας ήταν χαμηλότερη, αλλά αυξήθηκε δραματικά σε συνάρτηση με τη συχνότητα των ενέσεων. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ασθενείς προσαρμόζονται σε νέες θεραπείες και ότι η εμπειρία βοηθά, αλλά ενδεχομένως μέχρι ένα σημείο.
Ποιοι είναι οι φραγμοί στη θεραπεία με ινσουλίνη από την πλευρά των ιατρών ή άλλων επαγγελματιών υγείας;
Οι ιατροί πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (Παθολόγοι, Γενικοί Ιατροί) συμμετέχουν λιγότερο από ό,τι οι ειδικοί στην εντατικοποίηση της ινσουλίνης, ενώ υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις πεποιθήσεις σχετικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για την εντατικοποίηση.
Σχεδόν το 40% των ιατρών πρωτοβάθμιας περίθαλψης και το 30% των ειδικών δήλωσαν ότι δυσκολεύονται με την πρόοδο της θεραπείας με ινσουλίνη και ότι θα ήθελαν περισσότερο προσωπικό υποστήριξης και πόρους για να τους βοηθήσουν.
Περίπου οι μισοί ανέφεραν ότι δεν έχουν εμπειρία με τους διαθέσιμους τύπους ινσουλίνης και ότι η εκπαίδευση των ασθενών σχετικά με την πρόοδο της ινσουλινοθεραπείας θα πάρει πάρα πολύ χρόνο.
4 στους 10 ιατρούς πιστεύουν ότι οι ασθενείς τους δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τα εντατικοποιημένα σχήματα ινσουλίνης.
Οι ερευνητές προτείνουν ότι η εμπειρία στη θεραπεία με ινσουλίνη και η εκπαίδευση ασθενών και επαγγελματιών υγείας (ακόμη και των “ειδικών”) είναι καθοριστικοί παράγοντες στην αντιμετώπιση των παραπάνω φραγμών και στην επίτευξη της βέλτιστης συμμόρφωσης στη θεραπευτική αγωγή.
Η βοηθητική υποστήριξη από νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας και διαιτολόγους θα μπορούσε να ανακουφίσει τους ιατρούς ως προς το χρόνο, αλλά και τις ανησυχίες τους σχετικά με τις ικανότητες των ασθενών να προσαρμόζονται και να ακολουθούν πιο εντατικά θεραπευτικά σχήματα.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
Ενδοκρινικοί διαταράκτες: μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Πολλές συνθετικές χημικές ουσίες, που δεν έχουν δοκιμαστεί για τις δυσμενείς επιπτώσεις τους στο ορμονικό σύστημα, θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία, σύμφωνα με μια νέα, από κοινού έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Η από κοινού έκθεση καλεί την επιστημονική κοινότητα για περισσότερη έρευνα ώστε να κατανοηθούν πλήρως οι συσχετισμοί μεταξύ των ενδοκρινικών διαταρακτών (ΕΔ), οι οποίοι βρίσκονται σε πολλά οικιακά και βιομηχανικά προϊόντα, και συγκεκριμένων νοσημάτων και διαταραχών.
Ορισμένες ουσίες, γνωστές ως ενδοκρινικοί διαταράκτες, μπορεί να μεταβάλουν τη λειτουργία του ορμονικού συστήματος αυξάνοντας τον κίνδυνο δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία.
Η ανθρώπινη υγεία εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος μέσω της απελευθέρωσης ορισμένων ορμονών που είναι απαραίτητες για διάφορες λειτουργίες όπως το μεταβολισμό, την ανάπτυξη, τον ύπνο και τη διάθεση. Μερικές ουσίες, οι οποίες μπορούν να αλλάξουν το ορμονικό σύστημα (ενδοκρινικοί διαταράκτες), απαντώνται στη φύση, ενώ συνθετικές ουσίες μπορούν να βρεθούν στα φυτοφάρμακα, τις ηλεκτρονικές συσκευές, τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας και τα καλλυντικά. Μπορούν επίσης να βρεθούν ως πρόσθετα ή προσμείξεις στα τρόφιμα.
Η μέχρι σήμερα πιο ολοκληρωμένη αναφορά σχετικά με τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, αναδεικνύει κάποιες συσχετίσεις μεταξύ της έκθεσης σε αυτές τις ουσίες και διαφόρων προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης της κρυψορχίας σε νέους άνδρες, του καρκίνου του μαστού στις γυναίκες, του καρκίνου του προστάτη, αναπτυξιακών επιδράσεων στο νευρικό σύστημα στα παιδιά και καρκίνων των ενδοκρινών αδένων, όπως του θυρεοειδούς.
Ο άνθρωπος μπορεί να εκτεθεί με πολλούς τρόπους στους ενδοκρινικούς διαταράκτες.
Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορούν να εισέλθουν στο περιβάλλον, κυρίως μέσω βιομηχανικών και αστικών λυμάτων, γεωργικών απορροών και της καύσης ή της απόρριψης αποβλήτων. Η έκθεση του ανθρώπου μπορεί να συμβεί μέσω της κατανάλωσης τροφής και νερού, εισπνοής αερίων και σωματιδίων και της επαφής με το δέρμα.
“Τα χημικά προϊόντα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής και στηρίζουν πολλές εθνικές οικονομίες, αλλά η σαθρή διαχείρισή τους απειλεί την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης για όλους”, είπε ο Εκτελεστικός Διευθυντής του UNEP, Achim Steiner, ενώ πρόσθεσε ότι “το επενδύειν σε νέες μεθόδους έρευνας μπορεί να ενισχύσει την κατανόηση του κόστους από την έκθεση στους ενδοκρινικούς διαταράκτες και να συμβάλει στη μείωση των κινδύνων, μεγιστοποιώντας τα οφέλη και αναδεικνύοντας πιο έξυπνες επιλογές και εναλλακτικές λύσεις που αντανακλούν τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία”.
“Χρειαζόμαστε επειγόντως περισσότερη έρευνα για να αποκτήσουμε μια πληρέστερη εικόνα των επιπτώσεων των ενδοκρινικών διαταρακτών στην υγεία και το περιβάλλον. ” Dr Maria Neira, Διευθύντρια του ΠΟΥ για τη Δημόσια Υγεία και το Περιβάλλον “Έχουμε όλοι την ευθύνη για την προστασία των μελλοντικών γενεών.”
Εκτός από την έκθεση σε χημικές ουσίες, και άλλοι περιβαλλοντικοί και μη-γενετικοί παράγοντες, όπως η ηλικία και η διατροφή, θα μπορούσαν να είναι μεταξύ των αιτίων για τις πιθανές παρατηρούμενες αυξήσεις στα νοσήματα ή τις διάφορες διαταραχές. Αλλά, το να επισημάνουμε με ακρίβεια τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι εξαιρετικά δύσκολο λόγω του μεγάλου κενού γνώσης που υπάρχει. Οι έρευνες δείχνουν τόσο ότι κοινότητες σε όλο τον κόσμο εκτίθενται σε ενδοκρινικούς διαταράκτες όσο και τους συναφείς κινδύνους τους. Ο ΠΟΥ θα συνεργαστεί με τους εταίρους για να ερευνήσει τις σχέσεις των ενδοκρινικών διαταρακτών με την ανθρώπινη υγεία, προκειμένου να μετριαστούν οι κίνδυνοι.
Η έκθεση θέτει επίσης παρόμοιες ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των ενδοκρινικών διαταρακτών στην πανίδα. Η υπογονιμότητα, αλλά και άλλες ανωμαλίες σε είδη τόσο στην ξηρά (π.χ. ελάφια) όσο και τη θάλασσα (θαλάσσιοι λέοντες) μπορεί επίσης να είναι εν μέρει λόγω της έκθεσής τους σε διάφορα μίγματα PCBs, στο εντομοκτόνο DDT, άλλους οργανικούς ρύπους, αλλά και μέταλλα όπως ο υδράργυρος. Εν τω μεταξύ, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί σχετικά με τη χρήση των ενδοκρινικών διαταρακτών έχουν συσχετιστεί με την ανάκαμψη των πληθυσμών άγριας ζωής και τη μείωση των προβλημάτων υγείας.
Η μελέτη κάνει μια σειρά από συστάσεις για τη βελτίωση της παγκόσμιας γνώσης γι’ αυτές τις χημικές ουσίες, τη μείωση των πιθανών κινδύνων και των σχετικών δαπανών. Αυτές περιλαμβάνουν:
- Δοκιμές: Οι γνωστοί ΕΔ είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» και απαιτούνται πιο ολοκληρωμένες μέθοδοι ελέγχου για τον εντοπισμό και άλλων πιθανών ενδοκρινικών διαταρακτών, τις πηγές τους καθώς και τους τρόπους έκθεσης.
- Έρευνα: Απαιτούνται περισσότερα επιστημονικά στοιχεία για τον προσδιορισμό των επιπτώσεων των συνδυασμών των ΕΔ στον άνθρωπο και την άγρια πανίδα (κυρίως από βιομηχανικά υποπροϊόντα).
- Αναφορές: Πολλές πηγές ΕΔ είναι άγνωστες, λόγω των ανεπαρκών αναφορών και πληροφοριών σχετικά με τις χημικές ουσίες στα προϊόντα, υλικά και αγαθά.
- Συνεργασίες: Η ανταλλαγή περισσότερων δεδομένων μεταξύ των επιστημόνων και μεταξύ των χωρών μπορεί να καλύψει το κενό δεδομένων, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις αναδυόμενες οικονομίες.
“Η έρευνα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια και δείχνει ότι η ενδοκρινική διατάραξη είναι πολύ πιο εκτεταμένη και περίπλοκη από ό,τι είχαμε συνειδητοποιήσει πριν από μια δεκαετία”, δήλωσε ο καθηγητής Åke Bergman του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και Αρχισυντάκτης της έκθεσης. “Καθώς η επιστήμη συνεχίζει να προοδεύει, είναι καιρός τόσο για τη διαχείριση των χημικών ενδοκρινικών διαταρακτών όσο και για περαιτέρω έρευνα σχετικά με την έκθεση και τις επιπτώσεις αυτών των χημικών ουσιών στην άγρια ζωή και τους ανθρώπους.”
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά
HPV εμβολιασμός
Τι προκαλεί η λοίμωξη από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV, Human Papillomavirus);
Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων προκαλεί κονδυλώματα και μη φυσιολογική ανάπτυξη των ιστών. Υπάρχουν πάνω από 100 τύποι του HPV, ορισμένοι εκ των οποίων σχετίζονται με καρκίνους των γεννητικών οργάνων.
Οι τύποι 16 και 18 του HPV προκαλούν περίπου το 70% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ωστόσο, ορισμένοι τύποι μπορούν να προκαλέσουν άλλες, λιγότερο συχνές, μορφές καρκίνου, όπως καρκίνο του πρωκτού, του πέους, του κόλπου, του αιδοίου και του στοματοφάρυγγα (πίσω μέρος του λαιμού συμπεριλαμβανομένης της βάσης της γλώσσας και των αμυγδαλών).
Άλλοι τύποι του HPV μπορούν να προκαλέσουν κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων. Οι τύποι 6 και 11 προκαλούν περίπου το 90% των κονδυλωμάτων των γεννητικών οργάνων. Τα κονδυλώματα δεν είναι απειλητικά για τη ζωή, συνήθως είναι καλοήθη, αλλά μπορεί, ιδιαίτερα στους άνδρες, να προκαλέσουν πόνο, ενοχλήσεις, κνησμό, έντονο συναισθηματικό στρες και κοινωνικό στιγματισμό, ενώ η αντιμετώπισή τους (βιοψίες ή άλλες θεραπείες) μπορεί να είναι δυσάρεστη, χρονοβόρα και δαπανηρή.
Πώς μεταδίδεται ο HPV;
Ο HPV των γεννητικών οργάνων μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο μέσω της άμεσης επαφής δέρμα με δέρμα κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας. Οι περισσότεροι σεξουαλικά ενεργοί άνθρωποι θα μολυνθούν από HPV κάποια στιγμή στη ζωή τους, αν και οι περισσότεροι δε θα το γνωρίζουν. Η λοίμωξη από τον HPV είναι πιο συχνή σε άτομα στο τέλος της εφηβείας τους και στα πρώτα χρόνια της 3ης δεκαετίας της ζωής τους.
Ποια εμβόλια υπάρχουν για την πρόληψη της λοίμωξης από τον HPV;
Δύο εμβόλια είναι διαθέσιμα για την πρόληψη από τους τύπους του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων που προκαλούν τις περισσότερες μορφές καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Αυτά τα εμβόλια είναι το τετραδύναμο εμβόλιο (HPV4), έναντι των τύπων 6, 11, 16 & 18 (Gardasil) και το διδύναμο εμβόλιο (HPV2), έναντι των τύπων 16 & 18 (Cervarix). Ένα από τα εμβόλια, το HPV4, εμποδίζει επίσης τους τύπους του HPV (6 & 11) που προκαλούν τα περισσότερα κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων. Αμφότερα τα εμβόλια χορηγούνται ενδομυϊκά σε 3 δόσεις σε χρονικό διάστημα 6 μηνών.
Ποια άτομα μπορούν να κάνουν το εμβόλιο για τον HPV;
Ο εμβολιασμός συνιστάται με οποιοδήποτε από τα 2 εμβόλια για κορίτσια 11 και 12 ετών. Συνιστάται, επίσης, για κορίτσια και γυναίκες ηλικίας 13 έως 26 ετών που δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί ή δεν έχουν ολοκληρώσει τη σειρά του εμβολιασμού.Ο εμβολιασμός μπορεί να ξεκινήσει από την ηλικία των 9 ετών.
Στην Ελλάδα, η σειρά των εμβολίων χορηγείται δωρεάν σε θήλεα άτομα από την ηλικία των 11 – 12 ετών και μέχρι την ηλικία των 26 ετών. Ειδικά, το τετραδύναμο εμβόλιο (HPV4) μπορεί να χορηγηθεί και σε γυναίκες ηλικίας έως 45 ετών, αλλά δεν καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Σε ποιες μελέτες βασίζονται οι ενδείξεις χορήγησης του εμβολίου για τον HPV;
Οι μελέτες στις οποίες βασίστηκε η απόφαση της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) για την έγκριση των 2 εμβολίων είναι πολλές, κύριες και συμπληρωματικές, και έδειξαν ότι ο εμβολιασμός αφενός προστατεύει από την εμφάνιση προκαρκινικών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας που οφείλονται στους συγκεκριμένους υπότυπους του HPV (σε γυναίκες ηλικίας 15 – 25 ετών για το HPV2 και 16 – 45 ετών για το HPV4, αντίστοιχα) αφετέρου προκαλεί τη δημιουργία προστατευτικών, έναντι των συγκεκριμένων τύπων του HPV, αντισωμάτων σε κορίτσια και γυναίκες ηλικίας 9 – 26 ή 9 – 15 ετών αντίστοιχα (μελέτες ανοσογονικότητας).
Η CHMP έκρινε ότι τα οφέλη των εμβολίων υπερτερούν των κινδύνων που συνδέονται με αυτά και εισηγήθηκε τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για τα εν λόγω φάρμακα.
Στη Βόρεια Αμερική, το HPV4 έχει εγκριθεί και για την πρόληψη του καρκίνου του πρωκτού και των προκαρκινικών αλλοιώσεων του πρωκτού (σε γυναίκες και άνδρες) που σχετίζονται με τους προαναφερθέντες υπότυπους του HPV. Στην Ευρώπη, η CHMP απέρριψε την, για την αντίστοιχη ένδειξη, αίτηση του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας του HPV4, με το σκεπτικό ότι το προσδοκώμενο πολύ μικρό όφελος στο γενικό πληθυσμό αναφορικά με την πρόληψη του καρκίνου του πρωκτού δεν αντισταθμίζει το πιθανό κόστος σχετικά με την ασφάλεια του φαρμάκου.
Μπορούν να εμβολιαστούν τα αγόρια και οι άνδρες;
Αγόρια και άνδρες ηλικίας από 9 έως 26 ετών μπορούν επίσης να εμβολιαστούν με το τετραδύναμο εμβόλιο (Gardasil), αφού είναι και το μόνο που έχει πραγματοποιήσει αντίστοιχες μελέτες στον ανδρικό πληθυσμό. Υπενθυμίζουμε ότι η άδεια κυκλοφορίας ενός φαρμακευτικού προϊόντος για ανθρώπινη χρήση δίνεται για τον πληθυσμό στον οποίο το συγκεκριμένο προϊόν έχει μελετηθεί.
Η ένδειξη χορήγησης του εμβολίου σε άνδρες ηλικίας 16 – 26 ετών βασίζεται σε μελέτες που έδειξαν ότι προστατεύει από την εμφάνιση κονδυλωμάτων των γεννητικών οργάνων, ενώ η ένδειξη χορήγησης σε αγόρια και εφήβους ηλικίας 9 – 15 ετών βασίστηκε, όπως και στα κορίτσια, σε μελέτες ανοσογονικότητας.
Τα σεξουαλικά ενεργά άτομα μπορούν να ωφεληθούν από το εμβόλιο;
Ιδανικά, ένα άτομο θα πρέπει να εμβολιαστεί πριν γίνει σεξουαλικά ενεργό και εκτεθεί στον HPV. Ο σεξουαλικά ενεργός πληθυσμός μπορεί επίσης να ωφεληθεί από τον εμβολιασμό, αλλά ενδεχομένως λιγότερο. Αυτό συμβαίνει επειδή μπορεί να έχουν ήδη εκτεθεί σε έναν ή περισσότερους από τους τύπους του HPV που στοχεύουν τα εμβόλια. Τα εμβόλια χορηγούνται μόνο για προφύλαξη και δεν έχουν δράση σε ενεργές λοιμώξεις από HPV ή κλινικά εγκατεστημένη νόσο.
Μπορούν να εμβολιαστούν οι έγκυες;
Τα εμβόλια δε συνιστώνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο εμβολιασμός πρέπει να αναβάλλεται μέχρι την ολοκλήρωση της εγκυμοσύνης.
Τα κορίτσια και οι γυναίκες πρέπει να εξετάζονται για HPV λοίμωξη πριν εμβολιαστούν;
Δεν είναι απαραίτητο να διενεργείται έλεγχος για HPV ή τεστ Παπανικολάου για να διαπιστωθεί αν μια γυναίκα πρέπει να κάνει το εμβόλιο. Ωστόσο, είναι σημαντικό οι γυναίκες να εξακολουθούν να ελέγχονται για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ακόμη και μετά από όλες τις 3 δόσεις του εμβολίου κατά του HPV.
Ο εμβολιασμός δεν υποκαθιστά τον τακτικό προληπτικό έλεγχο του τραχήλου της μήτρας. Εφόσον κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό και τα εμβόλια δεν παρέχουν προστασία έναντι κάθε τύπου του HPV ή έναντι προϋπαρχουσών λοιμώξεων από HPV, ο τακτικός προληπτικός έλεγχος του τραχήλου της μήτρας παραμένει σημαντικός και πρέπει να συνεχίζεται σύμφωνα με τις τοπικές συστάσεις.
Πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια έναντι του HPV;
Τα εμβόλια στοχεύουν τους τύπους του HPV που συχνότερα προκαλούν καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Ένα από τα εμβόλια (HPV4) προστατεύει επίσης από τους τύπους του HPV που προκαλούν κονδυλώματα των γεννητικών οργάνων. Και τα δύο εμβόλια είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην πρόληψη των στοχευμένων τύπων HPV.
Οι μελέτες επίσης έδειξαν ότι τα παραπάνω εμβόλια μπορεί να παρέχουν διασταυρούμενη προστασία από τη λοίμωξη ή από τις βλάβες του τραχήλου της μήτρας που σχετίζονταν με άλλους τύπους του HPV που προκαλούν καρκίνο, περιλαμβανομένου του τύπου 31 (και του τύπου 45 για το HPV2).
Τα εμβόλια είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην πρόληψη της σχετιζόμενης με τον HPV νόσου σε νεαρές γυναίκες που έχουν ήδη εκτεθεί σε έναν ή περισσότερους τύπους του HPV. Αυτό συμβαίνει επειδή τα εμβόλια προφυλάσσουν από τον HPV πριν ένα άτομο εκτεθεί σε αυτόν.
Πόσο διαρκεί η προστασία του εμβολίου; Χρειάζεται αναμνηστική δόση;
Η έρευνες δείχνουν ότι η προστασία του εμβολίου είναι μακράς διάρκειας. Οι τίτλοι αντισωμάτων φθάνουν στο αποκορύφωμά τους μετά την τρίτη δόση, στη συνέχεια μειώνονται σταδιακά μέχρι τον 24ο μήνα και παραμένουν υψηλότεροι από εκείνους των ατόμων που έχουν μολυνθεί με φυσικό τρόπο. Οι μελέτες έχουν δείξει προστασία μετά από 9 περίπου χρόνια για το HPV2, και μετά από 4 χρόνια για το HPV4. Ωστόσο, η ακριβής διάρκεια της ανοσίας μετά το σχήμα των 3 δόσεων δεν έχει τεμηριωθεί.
Εξακολουθούν να διεξάγονται μελέτες παρακολούθησης που θα μας δώσουν περισσότερες πληροφορίες και ενδεχομένως να στοιχειοθετήσουν και την ανάγκη μιας αναμνηστικής δόσης. Παρόλο που τουλάχιστον ένα από τα εμβόλια (HPV2) έχει παρουσιάσει μια μελέτη χορήγησης αναμνηστικής (4ης) δόσης (7 χρόνια περίπου μετά την 1η) με μεγαλύτερη από 16 φορές αύξηση των αντισωμάτων κατά των τύπων HPV-16 & HPV-18, ο χρόνος και η ανάγκη για αναμνηστική(ές) δόση(εις) δεν έχουν τεκμηριωθεί.
Από τι ΔΕΝ προστατεύουν τα εμβόλια;
Τα εμβόλια δεν προστατεύουν από όλους τους τύπους του HPV. Περίπου το 30% των περιπτώσεων του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας δεν θα προλαμβάνεται από τα εμβόλια, γι ‘αυτό είναι σημαντικό για τις γυναίκες να συνεχίσουν να ελέγχονται τακτικά (τεστ Παπανικολάου). Επίσης, τα εμβόλια δεν προφυλάσσουν από άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Έτσι, είναι σημαντικό τα σεξουαλικά ενεργά άτομα να λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης από άλλες σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις.
Πόσο ασφαλή είναι τα εμβόλια έναντι του HPV;
Και τα δύο εμβόλια έχουν λάβει άδεια από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, ο οποίος τα ενέκρινε ως ασφαλή και αποτελεσματικά. Και τα δύο εμβόλια έχουν μελετηθεί σε χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, και αυτές οι μελέτες δεν έδειξαν σοβαρές ανησυχίες για την ασφάλεια.
Στις μελέτες, οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες του Gardasil (εμφανίζονται σε περισσότερους από 1 στους 10 ασθενείς) ήταν ο πυρετός και οι αντιδράσεις στην περιοχή εφαρμογής της ένεσης (ερυθρότητα, πόνος, οίδημα). Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες του Cervarix (εμφανίζονται σε περισσότερους από 1 στους 10 ασθενείς) είναι πονοκέφαλος, μυαλγία (πόνος στους μυς), αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, όπως πόνος, ερυθρότητα και οίδημα, και επίσης κόπωση. Η ασφάλεια των εμβολίων εξακολουθεί να παρακολουθείται από τους αρμόδιους φορείς.
Λιποθυμία (απώλεια αισθήσεων), η οποία μπορεί να συμβεί μετά από ένεση ειδικά στους εφήβους, έχει επίσης παρατηρηθεί μετά τον εμβολιασμό έναντι του HPV. Επειδή η λιποθυμία μπορεί να προκαλέσει πτώσεις και τραυματισμούς, οι έφηβοι και οι ενήλικες θα πρέπει να κάθονται ή να ξαπλώνουν κατά τη διάρκεια και περίπου για 15 λεπτά μετά τον εμβολιασμό.
Τα εμβόλια δεν πρέπει να χορηγούνται σε άτομα που ενδέχεται να παρουσιάσουν ή παρουσιάζουν υπερευαισθησία (αλλεργία) στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε άλλο από τα συστατικά του φαρμάκου. Οι ασθενείς που εμφανίζουν σημάδια αλλεργίας έπειτα από μία δόση, δεν πρέπει να λαμβάνουν τις υπόλοιπες δόσεις του εμβολίου. Ο εμβολιασμός πρέπει να αναβάλλεται σε άρρωστους ασθενείς με υψηλό πυρετό.
Μια πρόσφατη μελέτη σχεδόν 200.000 νέων γυναικών (9 – 26 ετών) που έλαβαν το τετραδύναμο εμβόλιο (HPV4) διαπίστωσε ότι ο εμβολιασμός συσχετίστηκε με συγκοπή (λιποθυμία) μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας της ένεσης και λοιμώξεις του δέρματος εντός δύο εβδομάδων από τον εμβολιασμό. Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν την πεποίθηση ότι είναι γενικά ασφαλής ο εμβολιασμός στο πλαίσιο της φροντίδας για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και των κονδυλωμάτων των γεννητικών οργάνων.
Εσείς, έχετε εμβολιάσει τα παιδιά σας;
- Δημοσιεύθηκε στο Γυναίκα





