“Επιλέγοντας σοφά”: 5 συνήθεις, αλλά αμφιλεγόμενες πρακτικές στην Ενδοκρινολογία
Πώς μπορούν οι ασθενείς να πουν αν πραγματικά χρειάζονται μια ιατρική εξέταση; Στο πλαίσιο της εκστρατείας “επιλέγοντας σοφά” (choosing wisely), η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία και η Αμερικανική Εταιρεία Κλινικών Ενδοκρινολόγων ανέπτυξαν μια λίστα με μερικές πρακτικές που είναι μεν συνήθεις, αλλά όχι πάντα απαραίτητες.
Η εκστρατεία “επιλέγοντας σοφά®” έχει ως στόχο να προωθήσει τη συνεργασία μεταξύ γιατρών και ασθενών βοηθώντας τους ασθενείς να επιλέξουν φροντίδα που:
- υποστηρίζεται από αποδεικτικά στοιχεία,
- δεν είναι επανάληψη άλλων δοκιμών ή διαδικασιών που έχουν ήδη εφαρμοστεί,
- δεν βλάπτει και
- είναι πραγματικά απαραίτητη.
1. Αποφύγετε τις πολλαπλές καθημερινές μετρήσεις σακχάρου σε ενήλικες με σταθεροποιημένο διαβήτη τύπου 2 που λαμβάνουν φάρμακα που δεν προκαλούν υπογλυκαιμία.
Όταν ο στόχος του γλυκαιμικού ελέγχου επιτυγχάνεται και τα αποτελέσματα των αυτοελέγχων γίνουν σχετικά προβλέψιμα, το όφελος από την επανειλημμένη επιβεβαίωση είναι μικρό. Υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις, όπως η οξεία φάση μιας νόσου, όταν προστίθενται νέα φάρμακα, όταν υπάρχει σημαντική διακύμανση του σωματικού βάρους, όταν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη αποκλίνει από το στόχο και σε άτομα που χρειάζονται παρακολούθηση για να διατηρήσει τους στόχους. Ο αυτοέλεγχος είναι ευεργετικός όσο συμβάλλει στη μάθηση και την προσαρμογή της θεραπείας.
2. Μη μετράτε την 1,25 – διυδροξυ-βιταμίνη D αν ο ασθενής δεν έχει υπερασβεστιαιμία ή μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Πολλοί επαγγελματίες συγχέονται όταν παραγγέλλουν εξετάσεις της βιταμίνης D. Επειδή η 1,25-διυδροξυ-βιταμίνη D (1,25(ΟΗ)2D) είναι η δραστική μορφή της βιταμίνης D, πολλοί επαγγελματίες πιστεύουν ότι η μέτρηση της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D είναι η ακριβέστερη μέθοδος για την εκτίμηση των αποθεμάτων και της ανεπάρκειας της βιταμίνης D, κάτι που δεν είναι σωστό.
Τα επίπεδα της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D στον ορρό έχουν μικρή ή καμία σχέση με τα αποθέματα βιταμίνης D, αλλά ρυθμίζονται κυρίως από τα επίπεδα της παραθορμόνης, τα οποία με τη σειρά τους ρυθμίζονται από τα επίπεδα ασβεστίου και/ή της βιταμίνης D. Στην ανεπάρκεια βιταμίνης D, τα επίπεδα της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D αυξάνονται, δεν ελαττώνονται.
Η ανεξέλεγκτη παραγωγή της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D (όπως π.χ. στη σαρκοείδωση και τα κοκκιωματώδη νοσήματα) είναι μια ασυνήθιστη αιτία υπερασβεστιαιμίας. Η υποψία τίθεται όταν τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα είναι υψηλά με ταυτόχρονα χαμηλά επίπεδα παραθορμόνης και επιβεβαιώνεται με τη μέτρηση της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D. Το ένζυμο που ενεργοποιεί τη βιταμίνη D παράγεται στο νεφρό, έτσι ώστε τα επίπεδα της 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D παρουσιάζουν συχνά ενδιαφέρον σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή πάσχουν από τελικού σταδίου νεφρική νόσο. Υπάρχουν λίγες μόνο άλλες περιπτώσεις, στις οποίες θα μπορούσε να ήταν, αν είναι, χρήσιμη η μέτρηση των επιπέδων 1,25-διυδροξυ-βιταμίνης D.
Τα επίπεδα της 25-υδροξυ-βιταμίνης D (25(ΟΗ)D) στον ορό μπορεί να ελέγχονται περισσότερο συχνά απ’ ό,τι θα έπρεπε, αλλά όταν προσπαθούμε να αξιολογήσουμε την επάρκεια της βιταμίνης D (ή την τοξικότητά της), αυτή είναι η σωστή εξέταση.
3. Μην παραγγέλνετε κάθε φορά κι ένα υπερηχογράφημα θυρεοειδούς σε ασθενείς με παθολογικές εξετάσεις της λειτουργίας του αδένα αν δεν υπάρχει ψηλαφητή ανωμαλία του θυρεοειδούς.
Το υπερηχογράφημα θυρεοειδούς χρησιμοποιείται για την εντόπιση και τον χαρακτηρισμό των όζων του αδένα και δεν αποτελεί μέρος της συνήθους αξιολόγησης των μη φυσιολογικών λειτουργικών δοκιμασιών (δηλ. των ορμονολογικών εξετάσεων) του θυρεοειδούς (υπερ- ή υπολειτουργία του θυρεοειδούς), εκτός εάν ο ασθενής παρουσιάζει ταυτόχρονα μια μεγάλη βρογχοκήλη ή εξογκώματα του αδένα.
Είναι συχνή η τυχαία ανακάλυψη όζων του θυρεοειδούς. Η χρήση των υπερήχων από υπερβάλλοντα ζήλο συχνά εντοπίζει όζους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με τη μη φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς, και μπορεί να εκτρέψουν την κλινική αξιολόγηση προς την εκτίμηση των όζων, παρά τη δυσλειτουργία του αδένα.
Οι απεικονιστικές μέθοδοι μπορεί να χρειάζονται σε θυρεοτοξικούς ασθενείς (ασθενείς με υπερλειτουργία του αδένα). Όταν είναι απαραίτητο, ένα σπινθηρογράφημα, και όχι ένας υπέρηχος του θυρεοειδούς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκτιμηθεί η αιτιολογία της θυρεοτοξίκωσης και η πιθανότητα εστιακής αυτονομίας ενός θυρεοειδικού όζου.
4. Μην παραγγέλνετε έλεγχο των επιπέδων της ολικής ή ελεύθερης T3 κατά την αξιολόγηση της δόσης της λεβοθυροξίνης (Τ4) σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό.
Η Τ4 μετατρέπεται σε Τ3 σε κυτταρικό επίπεδο, σχεδόν σε όλα τα όργανα. Τα ενδοκυττάρια επίπεδα της Τ3 ρυθμίζουν την έκκριση της υπόφυσης και τα επίπεδα στο αίμα της TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη), καθώς και τις επιδράσεις της ορμόνης του θυρεοειδούς σε πολλαπλά όργανα. Μια φυσιολογική TSH υποδηλώνει επαρκή δόση Τ4.
Η μετατροπή της Τ4 σε Τ3 σε κυτταρικό επίπεδο δεν αντικατοπτρίζεται από τα επίπεδα της Τ3 στο αίμα. Σε σύγκριση με άτομα με ανέπαφο θυρεοειδή, οι ασθενείς που λαμβάνουν Τ4 μπορεί να έχουν υψηλότερα επίπεδα Τ4 και χαμηλότερα επίπεδα Τ3 στο αίμα. Έτσι, τα σχετικά χαμηλότερα επίπεδα της ολικής ή ελεύθερης T3 στο αίμα μπορεί να είναι παραπλανητικά. Στους περισσότερους ασθενείς, μια TSH αρκεί.
5. Μη συνταγογραφείτε θεραπεία με τεστοστερόνη αν δεν υπάρχει βιοχημική επιβεβαίωση ανεπάρκειας τεστοστερόνης.
Πολλά από τα συμπτώματα που αποδίδονται σε ανδρικό υπογοναδισμό συνήθως εμφανίζονται στη φυσιολογική γήρανση ή την παρουσία συννοσηρών καταστάσεων. Η θεραπεία με τεστοστερόνη ενέχει κίνδυνο για σοβαρές παρενέργειες και αντιπροσωπεύει μια σημαντική δαπάνη. Επομένως, είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί η κλινική υποψία υπογοναδισμού με τις βιοχημικές εξετάσεις.
Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν τον έλεγχο των επιπέδων ολικής τεστοστερόνης το πρωί. Τα χαμηλά επίπεδα θα πρέπει να επιβεβαιωθούν σε μια διαφορετική ημέρα, και πάλι με τη μέτρηση της ολικής τεστοστερόνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ελεύθερη ή βιοδιαθέσιμη τεστοστερόνη μπορεί να έχει πρόσθετη αξία.
- Δημοσιεύθηκε στο Γενικά, Θυρεοειδής, Σακχαρώδης Διαβήτης
Γλιπτίνες και καρδιακή ανεπάρκεια: για ποιον χτυπά η καμπάνα;
ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, ΙΣΠΑΝΙΑ – Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, μιλώντας στην ετήσια συνάντηση της European Association for the Study of Diabetes (EASD), προτρέπουν τους Διαβητολόγους να πάρουν στα σοβαρά τα ευρήματα πρόσφατων μελετών και τονίζουν ότι “η καρδιακή ανεπάρκεια σκοτώνει τους ασθενείς με διαβήτη και δεν λαμβάνει τη δέουσα προσοχή”.
Στη μελέτη SAVOR – TIMI 53, οι ασθενείς που έλαβαν saxagliptin, έναν αναστολέα του ενζύμου DPP-4 (“γλιπτίνη”) που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας έναντι όσων έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo), ενώ δεν αύξησαν αλλά ούτε και μείωσαν το ρυθμό των ισχαιμικών επεισοδίων έναντι της ομάδας του εικονικού φαρμάκου.
Στη μελέτη ΕΧΑΜΙΝΕ, μεταξύ ασθενών με διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι είχαν ένα πρόσφατο οξύ στεφανιαίο επεισόδιο, τα ποσοστά των κυριότερων δυσμενών καρδιαγγειακών συμβαμάτων δεν αυξήθηκαν με την alogliptin, έναν άλλο αναστολέα του ενζύμου DPP-4, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Σε μια υπομελέτη που παρουσιάστηκε στο EASD 2013, οι περιπτώσεις ατόμων που εμφάνισαν καρδιακή ανεπάρκεια ήταν αριθμητικά, αλλά όχι στατιστικώς σημαντικά, περισσότερες σε αυτούς που έλαβαν alogliptin, έναντι όσων έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Ο Dr. McMurrey (University of Glasgow, Scotland) τονίζει ότι η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ίσως από τις πιο θανατηφόρες επιπλοκές του διαβήτη και ο ρόλος της συχνά παραβλέπεται από τους γιατρούς, από τα ιατρικά περιοδικά που δημοσιεύουν τις έρευνες και, ίσως το χειρότερο από όλα, από τις ρυθμιστικές αρχές που πρέπει να καθοδηγούν τις εταιρείες στην εκπόνηση κλινικών δοκιμών των νέων φαρμάκων για το διαβήτη. Καταλήγοντας, τονίζει ότι η καρδιακή ανεπάρκεια δεν είναι απλά ένα “πρηξιματάκι” στους αστραγάλους ή μια μικρή κατακράτηση υγρών, αλλά μια πολύ σοβαρότερη κατάσταση.
Ο Dr. Fischer (Glasgow Royal Infirmary, Scotland) εξέφρασε αβεβαιότητα ως προς το εάν τα παραπάνω ευρήματα αφορούν αποκλειστικά και μόνο στα παραπάνω φάρμακα, αφού μια άλλη μελέτη της κατηγορίας των αναστολέων DPP-4 (vildagliptin) έχει επισημάνει σημαντικές διαφορές στους τελο-συστολικούς και τελο-διαστολικούς όγκους της αριστερής κοιλίας.
Υπάρχει διαφορά στο πώς αντιμετωπίζονται τα αποτελέσματα των μελετών από τους Διαβητολόγους. Οι απαντήσεις δεν είναι πειστικές. Άλλος ισχυρίζεται ότι “μπορεί να είναι πρόβλημα όλης της κατηγορίας των αναστολέων DPP-4, αλλά ούτως ή άλλως δεν τα πολυσυνταγογραφώ, αφού υπάρχουν άλλα, φθηνότερα φάρμακα για το διαβήτη”. Άλλος προτιμά να ρίξει το “ανάθεμα” στη saxagliptin λέγοντας ότι μάλλον δεν πρόκειται για πραγματική αύξηση των θανάτων, ενώ προτιμά να συνταγογραφεί άλλες γλιπτίνες.
Κατά τη γνώμη μου, οι παραπάνω μελέτες αναδεικνύουν ουσιαστικά την ασφάλεια, ως προς την εμφάνιση μείζονων καρδιαγγειακών συμβαμάτων, των παραπάνω 2 εκπροσώπων της κατηγορίας των αναστολέων του ενζύμου DPP-4. Θα συνεχίσει με αυτόν τον τρόπο η επιστημονική κοινότητα να έχει στη διάθεσή της αρκετά όπλα για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Ωστόσο, τα παραπάνω φάρμακα, τα οποία ήδη κυκλοφορούν στην αγορά, δεν ελαττώνουν την επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, ενώ αρχίζουν και ενοχοποιούνται για κάποιες δυσμενείς εκβάσεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μια νέα, και ως εκ τούτου πολυδιαφημισμένη και ακριβή, κατηγορία φαρμάκων υπόσχεται περισσότερα απ’ όσα τελικά φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρει. Κι αυτό πρέπει να μας προβληματίσει.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης σε διαβητικούς ασθενείς
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα της καταγραφής της αρτηριακής πίεσης εκτός ιατρείου είναι ότι παρέχει έναν μεγάλο αριθμό μετρήσεων της αρτηριακής πίεσης μακριά από το ιατρικό περιβάλλον, κάτι το οποίο αντιπροσωπεύει μια πιο αξιόπιστη εκτίμηση της πραγματικής αρτηριακής πίεσης έναντι αυτής του ιατρείου. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης εκτός ιατρείου συχνά πραγματοποιείται με 24ωρη περιπατητική καταγραφή (ABPM, Ambulatory Blood Pressure Monitoring).
Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων βασίζεται στην επαναληψιμότητα των μετρήσεων εκτός ιατρείου, η οποία είναι αρκετά ικανοποιητική για 24ωρες, ημερήσιες και νυκτερινές μετρήσεις, αλλά λιγότερο ικανοποιητική για μικρότερα χρονικά διαστήματα. Η αρτηριακή πίεση στο ιατρείου είναι συνήθως υψηλότερη από την περιπατητική και αυτή η διαφορά αυξάνεται όσο πιο μεγάλη είναι η πίεση στο ιατρείο.
Πώς γίνεται η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης;
Η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης πραγματοποιείται με τον ασθενή να φέρει μια φορητή συσκευή μέτρησης της αρτηριακής πίεσης, συνήθως στον μη κυρίαρχο βραχίονα, για μια περίοδο 24 – 25 ωρών, ούτως ώστε να συλλεχθούν πληροφορίες για την αρτηριακή πίεση τόσο κατά τις ημερήσιες δραστηριότητες όσο και στον ύπνο κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ο ασθενής συμβουλεύεται να ακολουθεί κανονικά τις δραστηριότητες του αλλά να απέχει από εντατική άσκηση, ενώ κατά τη στιγμή που φουσκώνει η περιχειρίδα, να σταματά να κινείται και να θέτει το μπράτσο του ακίνητο, στο ύψος της καρδιάς, μέχρι να ξεφουσκώσει η περιχειρίδα. Ο ασθενής ζητείται να καταγράψει πληροφορίες σ’ ένα ημερολόγιο για τυχόν συμπτώματα ή συμβάντα που μπορεί να επηρεάσουν την αρτηριακή πίεση, μαζί με τις ώρες της λήψης των φαρμάκων, γευμάτων και τις ώρες του ύπνου.
Στη κλινική πράξη, οι μετρήσεις συνήθως γίνονται σε μεσοδιαστήματα των 15 λεπτών κατά τη διάρκεια της ημέρας και κάθε 30 λεπτά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι μετρήσεις καταχωρούνται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και, κατόπιν, αναλύεται το εύρος των αποτελεσμάτων.
Ποια είναι η χρησιμότητα της 24ωρης μέτρησης της αρτηριακής πίεσης στους διαβητικούς ασθενείς;
Η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης είναι ιδιαίτερα σημαντική και χρήσιμη στους διαβητικούς ασθενείς. Είναι ένα ισχυρό εργαλείο για καλύτερη ταξινόμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου που σχετίζεται με την αυξημένη αρτηριακή πίεση, μια από τις πιο σημαντικές αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας σε αυτό τον πληθυσμό.
Αυτό συμβαίνει χάρη στην ικανότητα της μεθόδου να διαγιγνώσκει με μεγαλύτερη ακρίβεια την υψηλή αρτηριακή πίεση στην καθημερινή ζωή και να ανιχνεύει αλλαγές, όπως την απουσία νυκτερινής πτώσης της πίεσης (dipping), τη μεταγευματική υπόταση ή την αυξημένη μεταβλητότητα της αρτηριακής πίεσης. Είναι επίσης ένα σημαντικό εργαλείο για την πιο ακριβή εκτίμηση της αποτελεσματικότητος της αντιυπερτασικής αγωγής τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα.
Όπως και σε μη διαβητικούς ασθενείς, οι τιμές της αρτηριακής πίεσης εκτός του ιατρείου όπως αποκτήθηκαν με 24ωρη περιπατητική καταγραφή σε ασθενείς με διαβήτη βρέθηκαν να συσχετίζονται καλύτερα με βλάβη των οργάνων στόχων αλλά και καρδιαγγειακά συμβάματα.
Αυτόνομη διαβητική νευροπάθεια και αυξημένη μεταβλητότητα της αρτηριακής πίεσης
Μια σημαντική πτυχή της 24ωρης καταγραφής είναι η ιδιότητά της να δίνει πληροφορία για τη μεταβλητότητα της αρτηριακής πίεσης που είναι ιδιαίτερα σημαντική σε διαβητικούς ασθενείς και έχει μεγάλη κλινική σημασία γιατί μπορεί να αποτελεί ένδειξη διαταραχής του αυτόνομου ελέγχου της κυκλοφορίας ή αυξημένης αρτηριακής δυσκαμψίας. Αυτό ισχύει σε ασθενείς με διαβητική αυτόνομη νευροπάθεια και μπορεί να είναι ένας ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας για καρδιαγγειακές επιπλοκές. Η νευροπάθεια μπορεί επίσης να σχετίζεται με ορθοστατική ή μεταγευματική υπόταση, η οποία επίσης μπορεί να ανιχνευτεί με την 24ωρη καταγραφή.
Πρωινή υπέρταση
Ένα επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό της 24ωρης καταγραφής είναι η συμπεριφορά της αρτηριακής πίεσης το πρωί. Η πρωινή υπέρταση ή η απότομη αύξηση της πίεσης το πρωί (morning surge) είναι συχνή σε διαβητικούς ασθενείς και έχει φανεί ότι σχετίζεται με το ρυθμό προόδου της διαβητικής νεφροπάθειας.
Εκτίμηση και της μεταβλητότητας της καρδιακής συχνότητας
Ένα πρόσθετο πλεονέκτημα της μεθόδου είναι ότι μπορεί να δώσει πληροφορίες για την καρδιακή συχνότητα κατά τη διάρκεια της μέτρησης της πίεσης σε όλο το 24ωρο και αυτό να αποτελεί έναν αδρό εκτιμητή της μεταβλητότητας της καρδιακής συχνότητας. Μια μελέτη έχει επιβεβαιώσει ότι οι μεταβολές της καρδιακής συχνότητας, όπως εκτιμήθηκαν ταυτόχρονα με την 24ωρη καταγραφή της πίεσης, είναι ελαττωμένες τους διαβητικούς ασθενείς, ιδιαίτερα τη νύχτα.
Εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της αντιυπερτασικής θεραπείας
Μια εξαιρετικά σημαντική εφαρμογή της 24ωρης καταγραφής σχετίζεται με την ικανότητά της να εκτιμά τις αλλαγές στην αρτηριακή πίεση που προκαλούνται από την αντιυπερτασική θεραπεία με μεγαλύτερη ακρίβεια και περισσότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι μετρήσεις στο ιατρείο.
Τα στοιχεία – κλειδιά αυτής εφαρμογής περιλαμβάνουν τη δυνατότητα ανίχνευσης των ατόμων που λανθασμένα κατατάσσονται σαν ελεγχόμενα η μη-ελεγχόμενα, την ικανότητα διερεύνησης του αποτελέσματος της θεραπείας σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους εντός του 24ώρου (νύκτα, πρωί) καθώς και την εκτίμηση της επαρκούς διάρκειας του αντιυπερτασικού αποτελέσματος, όπως και την ομαλότητα της ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης καθ’ όλο το 24ωρο.
Ποια είναι τα όρια της αρτηριακής πίεσης από τις μετρήσεις της 24ωρης καταγραφής;
Τα όρια του παραπάνω πίνακα προτείνονται από τις πιο πρόσφατες (Ιούλιος 2013) κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης και ισχύουν για τον γενικό πληθυσμό.
Ειδικά στους διαβητικούς ασθενείς, έχουν προταθεί κάποια όρια, ωστόσο αυτά προκύπτουν από μια μόνο, μικρή σε αριθμό ασθενών, μελέτη και τα παραθέτω ενδεικτικά.
Συμπερασματικά, η 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης είναι ένα σημαντικό βοήθημα για τον κλινικό ιατρό που αντιμετωπίζει διαβητικούς ασθενείς και σημαντικό όπλο για την πρόληψη των επιπλοκών της διαβητικής νόσου και για μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης
Υπογλυκαιμία: είναι υποεκτιμημένος ο κίνδυνός της;
Η επιτυχία στην αντιμετώπιση του διαβήτη είναι ένα από τα πιο ισχυρά παραδείγματα από τα οφέλη της σύγχρονης ιατρικής. Οι επιστημονικές εξελίξεις έχουν βοηθήσει τα εκατομμύρια των ασθενών με διαβήτη να ζουν υγιέστερα και ποιοτικότερα. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν την κατάλληλη φροντίδα για το διαβήτη τύπου 2, την πιο συχνή μορφή διαβήτη, αναμένεται να ζήσουν σχεδόν όσο κι εκείνοι που δεν πάσχουν από την πάθηση.
Ωστόσο, μια συχνή και δυνητικά θανάσιμη απειλή αναδύεται για το σχεδόν 10% των ασθενών που ζουν με διαβήτη. Αν και τα φάρμακα του διαβήτη είναι αποτελεσματικά στη ρύθμιση του σακχάρου και τη μείωση του κινδύνου επιπλοκών, έχουν τους δικούς τους κινδύνους. Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η υπογλυκαιμία, η οποία ίσως είναι ακόμη πιο σοβαρή απ’ ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα.
Σε μια πρόσφατη μελέτη, η οποία διεξήχθη στο Kaiser Permanente με ερευνητές και από την Ιατρική Σχολή του Yale και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, διαπιστώθηκε ότι
οι ασθενείς με διαβήτη παρουσιάζουν συχνά σοβαρή υπογλυκαιμία, ανεξάρτητα από το αν ο διαβήτης τους είναι καλά ελεγχόμενος ή όχι.
Τα ευρήματα αυτά, που βασίζονται σε σχεδόν 10.000 ενήλικες ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, αμφισβητούν τη συμβατική πεποίθηση ότι η υπογλυκαιμία είναι πρωτίστως ένα πρόβλημα μεταξύ των ασθενών με χαμηλό μέσο όρο σακχάρου στο αίμα.
Συνολικά, πάνω από το 10% των ασθενών εμφάνισε σοβαρή υπογλυκαιμία κατά τη διάρκεια της μελέτης, και επίσης συχνά παρουσιάσθηκε υπογλυκαιμία σε ασθενείς με υψηλό μέσο όρο επιπέδων σακχάρου, δηλ. σε ασθενείς με κακή γλυκαιμική ρύθμιση.
Τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να αξιολογηθούν από τους κλινικούς ιατρούς που αντιμετωπίζουν την ασθένεια. Τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας είναι συνήθως ήπια και παροδικά και μπορεί να συμπεριλαμβάνουν αίσθημα ζαλάδας ή τρέμουλο, πείνα ή διανοητική σύγχυση. Η σοβαρή υπογλυκαιμία, ωστόσο, είναι μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση που απαιτεί άμεση ιατρική φροντίδα.
Πηγή: Medscape
Ο δυνητικός κίνδυνος της υπογλυκαιμίας δε θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στην προσπάθεια για βέλτιστο γλυκαιμικό έλεγχο, καθώς μόνο με καλή γλυκαιμική ρύθμιση μπορούν να αποφευχθούν ή/και να επιβραδυνθούν οι επιπλοκές της διαβητικής νόσου.
- Δημοσιεύθηκε στο Σακχαρώδης Διαβήτης








